Μάριος Αγγελόπουλος Βιβλίο Β' Δημοτικού 1934 |
Καλά εἰναι καὶ τὰ γράμματα, μὰ πιό καλή ’ν’ ἡ γνώση!
Παροιμία
Ὅλοι ἔχουν δεῖ νεογέννητα βρέφη γνωστῶν καὶ φίλων ἢ τὰ παιδιά τους τὰ ἴδια,τὰ ἐγγόνια τους. Τὸ κατεξοχὴν πανίσχυρο τοῦ τρυφεροῦ, ἀδύναμου κ’ εὐάλωτου, ποὺ σαλεύει νὰ ζήσῃ, μὴ γνωρίζοντας τίποτα καὶ μὴ δυνάμενο τὸ παραμικρό. Ἡ Μητέρα ἀμέσως – πάσα μητέρα –, μὲ θεία στοργὴ καὶ ὑπαρκτικὴ σοφία, ἀκροᾶται κάθε τί, πού, μαζὶ μὲ τὴ ζωηφόρο ἀναπνοή, ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ παλεύει νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃ, νὰ τὸ στρογγυλέψῃ, νὰ τὸ ὑποστατικεύση, νὰ τὸ κάνη ἦχο, νὰ τὸ κάνῃ φθόγγο, νὰ τὸ συναρτήσῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία ζωῆς καὶ τὴν ἀνεπίγνωστη κι ἀδιαμόρφωτη ἀκόμα ἀνάγκη του, νὰ τὸ συνδέσῃ μαζί της, νὰ γεννήσῃ μετὰ τὴ γέννα τὸ Λόγο, νὰ ἐμφυσήσῃ πνοὴν ζωῆς στὴ σάρκα, νὰ ξυπνήσῃ τὸ Νοῦ, ν’ ἀνθρωπίσῃ ἐκεῖνο ποὺ ξεκίνησε νὰ ζῇ ἁγνό, ἀγνοόν, νήπιο, μωρό, ὀργανισμός μόνο, ἔχων μὲν τὴ δυνατότητα ἀλλὰ μὴ δυνάμενος ἀφ’ ἑαυτοῦ (ἔστω παρετυμολογικά) νὰ θρῴσκῃ ἄνω.
Ἡ Μητέρα εἶναι ἡ πρώταρχη Παιδεία μας,
ἡ Μητρική μας Γλῶσσα! Ὅπως τὸ κατσίκι πετιέται στὸ γάλα [ἔριφος ἐς γαλ’ ἔπετον, Ὀρφεύς, DielsKranz 1Α
18, σελ. 16] ἔτσι καὶ τὸ βρέφος ἁρπάζει, μαζὶ μὲ τὸν τροφοδότη μαστό, τὸ Λόγο, ἀπ’ τὸ στόμα τῆς Μητέρας, ποὺ τοῦ τὸν παρέχει ταυτόχρονα καὶ τόσο θεληματικά,
πειστικά, ἀποτελεσματικά. Γιατὶ θέλει νὰ κοινωνήσῃ μαζί του γιὰ ὅλα τοῦ Κόσμου καὶ μόνο τότε εἶναι πλήρης, ὁλόκληρη, καθολικὴ ἡ εὐτυχία τῆς Δημιουργίας κ’ ἡ Ζωὴ γίνετ’ ἀνθρώπινη. Χωρὶς αὐτὸν τὰ πάντα εἶναι ἀνόηταμὴ νοητά. Γι’ αὐτὸ καὶ ποτέ, καμμιὰ μάνα δὲν παραλείπει νὰ τὸν δ ι δ ά ξ ῃ στὸ βρέφος της, ποὺ τὸ χαίρεται συνεχῶς, σωματικὰ καὶ πνευματικὰ α ὐ ξ α ν ό μ ε ν ο [Ψυχῆς ἐστι λόγος ἑαυτὸν αὔξων, Ἡράκλειτος, DielsKranz
22 Α 115, σελ.176] γιατί, εὔλογα, τὸ ἐπιθυμεῖ πλῆρες καὶ ἄρτιο.
Καὶ τὸ βρέφος ὑ π α κ ο ύ ε ι! Πρῶτα στὴ φωνή, κ’ ἔπειτα προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξῃ, νὰ χαλιναγωγήσῃ ἑαυτό, τὴ γλῶσσα, τὶς φωνητικὲς χορδές του, τὸ στόμα βλέποντας τὴ μάνα καὶ πρωτίστως μ ι μ ο ύ
μ ε ν ο [Ἔστι, οὖν, τραγωδία μ ί μ η σ ι ς πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας… Ἀριστοτέλης, Περὶ Ποιητικῆς, 1449 Β] τὶς συσπάσεις τοῦ προσώπου κ’ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἐκφερόμενο ἦχο. Εἶν’ ἕνα θεῖο παιγνίδι [Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων,
πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιλῄη, Ἡράκλειτος,
DielsKranz 22 Α 55, σελ.162]. Μὲς ἀπ’ τὸ ὁποῖο γεννᾶται ὁ Λόγος: Ὅ,τι μᾶς ξεχωρίζει ἀπ’ ὅλα τὰ ἔμβια τοῦ πλανήτη. Ὅ,τι μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ προσδιορίζουμε τὸν Κόσμο καὶ συνάμα μᾶς προσδιορίζει ἰδιαζόντως μέσα σ’ αὐτόν!
Θάταν ἆραγε παρακινδυνευμένο νὰ ποῦμε πὼς ἡ μίμηση μιᾶς σπουδαίας καὶ τελείας πράξεως, μ’ ἄλλα λόγια ἡ Τ ρ α γ ω δ ί α,
εἶναι ἡ κατεξοχὴν Παιδεία; Ἢ ὅτι ἡ Φύση γνωρίζει, πρὸ παντὸς ἀνθρώπου καὶ Ἀριστοτέλη, ποιά εἶναι ἡ Παιδεία πράγματι καὶ πόσο τραγικὸς εἶναι ὁ Λόγοςἀπηγορευμένος καρπὸς στὸ Δέντρο τῆς Γνώσεως, τοῦ θείου Παραδείσου!..
Ἡ μητέρα, λοιπόν, ὀρθιάζει τὸ βρέφος καὶ τοῦ χαρίζει τὸ Λόγο διδάσκοντάς τον μ’ ἐπιμονὴ κ’ ὑπομονὴ ἀνεξάντλητη, πηγαία καὶ φυσική. Ὥστε κανεὶς ποτέ, σ’ ὅλη του τὴ ζωή, δὲν ξεχνᾶ ὅ,τι ἐκείνη ἐδίδαξε!
Συγκεκριμενοποιεῖ, τὸ νήπιο, ἤχους, τοὺς διαφοροποιεῖ, τοὺς συνδέει μεταξύ τους, τοὺς συνεκφωνεῖ, σχηματίζει, δισύλαβες στὴν ἀρχή, λέξεις, τὶς ἑνώνει μὲ ἔννοιες, προχωρεῖ μορφοποιῶντας φράσεις, πλουτίζοντας τὸ λεκτικό του κόσμο μὲ ρήματα κ’ ἐπίθετα!.. Πολὺ πρὶν τὴ σχολικὴ ἡλικία χρησιμοποιεῖ ἄριστα καὶ τὰ σημεῖα στίξης! Τὸ ἐρωτηματικό, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, τὸ θαυμαστικό, τὸ κόμμα, τὴν τελεία. Ὑπάρχει μιὰ θαυμαστὴ φυσικὴ πληρότητα λόγου ὅταν ἀρχίζῃ ἡ σχολικὴ διδαχή.
Ὅμως εἶναι ἀναγκαία ἡ σχηματική, «κωδική», ἀπεικόνιση μὲ σύμβολαγράμματα τῶν λεγομένων καὶ ἡ ἐκμάθησή τους, μὲ τὴ συναφῆ ἐξοικείωση.
Τότε ἡ μητέρα προσφεύγει στοὺς «εἰδικούς», ποὺ ἀναλαμβάνουν «ἀντ’ αὐτῆς» τὸ ἔργο.
Ἀλίμονο δὲν εἶναι μητέρες οἱ διδάσκαλοι! Οὔτε ἐκμαιευτὲς τῶν ροπῶν καὶ τῶν τάσεων τῶν διδασκομένων. Τουλάχιστον στὴν πλειοψηφία τους. Πέφτουμε μοιραῖα σὲ μιὰν ἀνάγκη. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μαθητής. Θητεύει καὶ μαθητεύει ὑπείκων σὲ μιὰν ἀδήριτη ἐπιταγὴ κατανόησης κι ἀπομνημόνευσης κωδίκων,
μὴ δυνάμενος ν’ ἀντιληφθῆ ἄμεσα τὴν χρησιμότητά τους, πού, ἔτσι κι ἀλλοιῶς εἶναι μελλοντική, γιὰ θέματα κ’ ἔργα ἄγνωστα, δυσδιάκριτα, ἀνεξιχνίαστα. Τὸ πρᾶγμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πλέον παιγνίδι. Ἀπαιτεῖται σύντονη προσοχή, μόχθος κατανόησης, ἐπανάληψης, ἀπομνημόνευσης.
Ἐπίπονη κατάβολὴ δυνάμεως πνευματικῆς χωρὶς καμμιὰ φυσική, ἄμεση ἀνταπόδοση ἢ μιὰ πολὺ περιωρισμένη καὶ ἀπολύτως ἔμμεση, ἐντελῶς θεωρητικὴ κ’ ἰδιαίτερα ἀπόμακρη.
Ὁ μαθητὴς χάνει τὴν προσχολικὴ ἀνεμελειὰ καὶ φρεσκάδα, τὸ προσφιλὲς καὶ διδακτικότατο παιγνίδι του. Μιὰ ὁλοένα ἐπιδεινούμενη ἔννοια καθήκοντος ἐπικάθηται ἁπλωνόμενη, σὰν ἀπειλητικὸς μελανίας πάνω στὴ συνείδηση. Ἐκεῖ ἀρχίζει καὶ ἡ προσπάθεια διαφυγῆς. Παῖς ἐστι ὁ παίζων, ὁ πεσσεύων, ὄχι ὁ συνοφρυούμενος καὶ πειθαρχῶν σὲ μαθησιακοὺς κανόνες, ποὺ δὲν εἶναι ἄμεσα κ’ εὐδιάκριτα χρήσιμοι κι ὠφέλιμοι τ ώ ρ α ἀλλὰ σ’ ἕνα ἄγνωστο, ἀσαφὲς μέλλον. Τότε ἐντείνεται βαθμιαῖα ἡ ἐπιτήρηση, ἡ ἐπαναφορὰ καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἔσχατης, ἀναγκαίας, πειθαρχίας. Ἡ γλυκυτάτη μητέρα, ὁ προσφιλὴς πατέρας καὶ ὁ πλέον προσηνὴς διδάσκαλος σύντομα μεταβάλλονται, ἐκ τῶν πραγμάτων, σὲ «στυγνοὺς καταπιεστές» στὴν παιδικὴ συνείδηση τοῦ μαθητῆ. Τόσο, ὥστε κάνει τὸν Παῦλο νὰ ὁμολογῇ, πὼς πᾶσα παιδεία οὐ χαρᾶς δοκεῖ εἶναι ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν ἀποδίδωσι δικαιοσύνης [Πρὸς Ἑβραίους ιβ΄ 11]!.. Μόνο ποὺ τὸ «ὕστερον» καθιστᾶ τὸν πολλαπλὸ «καρπὸ» ἰδιαζόντως δυσδιάκριτο γιὰ τὸν ἐκπαιδευόμενο.
Στὴ γυμνασιακή-λυκειακὴ ἐφηβεία, μὲ τὴ θετικὴ κι ἀποθετικὴ βοήθεια καλῶν καὶ κακῶν διδασκάλων, γεννιέται ἡ πρώτη, καθοριστικὴ γιὰ τὸ μέλλον, «συμπάθεια» κι «ἀντιπάθεια», γιὰ τὶς λεγόμενες «θεωρητικές» καὶ «θετικές» ἐπιστῆμες. Κι ἀνεβαίνει στὴ συνείδηση ἡ ἀναπάντητη ἀπορία: Τί μοῦ χρειάζονται τὰ Μαθηματικά, ἀφοῦ θὰ πάω Νομική, Φιλολογία κ.λ. ἢ τί μοῦ χρειάζονται τ’ Ἀρχαῖα ἀφοῦ προορίζομαι γιὰ Πολυτεχνεῖο! Ἀναλογίζομαι ὅτι ὁ Πυθαγόρας, ὁ Εὐκλείδης, ὁ Ἀρχιμήδης δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ διανοηθοῦν ὡς διαιώνιους ἀνταγωνιστὲς ἢ ἀντιπάλους τους τὸνὍμηρο,τὸ Θουκυδίδη, τὸν Εὐρυπίδη καὶ τ’ ἀντίθετο!..
Ὁπωσδήποτε κάποια «παιδεία» παρέχεται μ’ ὅποιο – πάντα ἀτελέσφορο – πρόγραμμα κι ἀποκτοῦμε «ἐγγραμμάτους», «γνῶστες», «ἐπιστήμονες»!.. Μερικοὶ τῶν ὁποίων, ἐν συνεχείᾳ, ἀνέρχονται σ’ ἕδρες καί «διδάσκουν»!.. Ἄλλοι σωρεύουν τίτλους: πτυχία ἐγχώρια κι ἀλλοδαπά, μετὰ πάσης ἐνσυνειδήτου καὶ ἠθελημένης ξηρότητος κι ἄλλοι, ἐλάχιστοι, μόλις ὁλοκληρώσουν τήν, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, ὑποχρεωτική τους «ἐκπαίδευση», φροντίζουν νὰ θηρεύσουν μόνοι τὴν ἄξια παιδεία, κατὰ τὶς τάσεις τους, καὶ φέρονται, μὲ τὸ ἔνστικτο περισσότερο, πρὸς ὅ,τι τοὺς ἐνδιαφέρει, ἐπιτυγχάνοντες καὶ τὴν συνακόλουθη καλλιέργεια.
Οἱ ἀπολύτως ἀναλφάβητοι στὴν ἀπογραφὴ τοῦ Καποδίστρια, τὸ 1928, ἔφταναν στὸ 92% τῶν ἑπτακοσίων περίπου συνολικὰ χιλιάδων κατοίκων. Σήμερα
εἶναι 12%, ἐνῶ στὶς Η.Π.Α. 3% καὶ στὴ Σκανδιναυία 1,2%. Καλὸ εἶναι, βέβαια, νὰ μειώνεται συνεχῶς τὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ, μέχρι τοῦ μηδενισμοῦ του, ἀλλὰ πρέπει τώρα ν’ ἀντιμετωπισθῇ τὸ συνεχῶς διευρυνόμενο πρόβλημα τοῦ ἰδιότυπου «ἀναλφαβητισμοῦ» τῶν «ἐγγραμμάτων»! Εἶναι οἱ νεοαγράμματοι,
μιά, ὄχι τόσο, καινούργια κατάσταση ἀνθρώπων, ὅπως οἱ νεόπλουτοι καὶ οἱ νεόπτωχοι!.. Ἡ ὁποία ἐπισπᾶ τὴν περιφρόνηση ποὺ νιώθει κανεὶς γιὰ τοὺς πρώτους καί, μαζί, τὸν οἶκτο γιὰ τοὺς δεύτερους. Εἶναι οἱ «πεπαιδευμένοι» ἀγράμματοι, ποὺ ἔχουν ὅλες τὶς ἰδιότητες τῶν ἀναλφαβήτων, πλὴν τῆς ἀθωότητας καὶ τῆς φυσικῆς περιστολῆς ἐκείνων. Τὸ ἀσύστολο εἶναι ἀπ’ τὰ κύρια χαρακτηριστικά τους. Καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν «παιδεία» ποὺ «ἔλαβαν» ἢ μᾶλλον ἀπὸ τόν, ἄνευ οὐδενὸς ἀντικρύσματος, «τίτλο» ἢ «τίτλους» τοῦ βιογραφικοῦ τους!
Στὰ πρῶτα, δύσκολα χρόνια, τῆς Δικηγορίας ἔναγχοι, πρὶν ἀπευθυνθοῦμε σὲ δόκιμους συναδέλφους, διερευνούσαμε ἂν κανεὶς ἀπὸ μᾶς τοὺς νεώτερους, τότε, εἶχε ἀντιμετωπίσει παρόμοια περίπτωση. Τὰ τηλεφωνήματα ἦσαν συχνά. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντα εἶχα μιὰ δυσάρεστη αἴσθηση. Οἱ περισσότεροι συνομιλητές μου (σχεδὸν ὅλοι;) εἶχαν ἕνα ἀπαράδεκτο ὕφος! Ἀπέναντι στὴν πραγματικότητα: Εἶχαν φθάσει! Ἦσαν Δικηγόροι. Καὶ διεφαίνοντο σαφῶς οἱ ἀντίστοιχες ἀπαιτήσεις τους: κοινωνικές, ἐπαγγελματικές, οἰκονομικές!..
Ἡ πραγματικότητα ἦταν ὅλως ἄλλη: Δὲν εἴχαμε φθάσειξεκινούσαμε! Εἴχαμε, βέβαια, περάσει ἐπιτυχῶς ὅλες τὶς ἐξετάσεις ποὺ ἀπαιτοῦνταν μέχρις ἐκεῖ. Βρισκόμαστε πλέον ἐνώπιον τῆς ζωῆς μας καὶ τὸ ζητούμενο ἦταν ἂν ἐπιτυχῶς θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀσκήσουμε τὴν Δικηγορία, βασιζόμενοι καὶ στὶς νομικές μας γνώσεις.
Ἡ ἄδεια, ὁ διορισμὸς καὶ τὸ πρῶτο γραφεῖο, περισσότερο προσωμοίαζαν μὲ τὸν πυροβολισμὸ τοῦ ἀφέτη σ’ ἕνα Μαραθώνειο βίου κι ὄχι μὲ τὸ τέρμα. Τὸ νενικήκαμεν ἢ ἔστω ἐπιτυχῶς συμμετέσχομεν, μὲ τὸ ἀντίστοιχο ὕφος καὶ ἦθος, ἴσως θὰ ταίριαζε σὲ παραιτούμενους, λόγῳ συνταξιοδοτήσεως, κι ὄχι σ’ ἐγγραφόμενους στὸ Δικηγορικὸ Σύλλογο.
Ἡ ζωὴ ἐπιβεβαίωσε τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ἐγκατέλειψαν. Τὴ Δικηγορία ὄχι ὅμως καὶ τὸ ὕφος!.. Ἄλλοι νυμφεύθηκαν ἢ παντρεύτηκαν πλούσιες
ἢ πλούσιους. Ἄλλοι στράφηκαν σὲ πιὸ ἤρεμα νερὰ καὶ μεγαλύτερο κῦρος, ὅπως, ἀπατηλά, νόμισαν κ’ ἔγιναν Πανεπιστημιακοί,
Συμβολαιογράφοι, Δικαστὲς ἢ Εἰσαγγελεῖς, ἄλλοι ἄραξαν σὲ μιὰ νεκρή, ὑπαλληλικὴ ἐντέλει, «πάγια ἀντιμισθία» σὲ τράπεζες κι ὀργανισμούς, ἄλλοι εὐθέως ὑπαλληλοποιήθηκαν χρησιμοποιῶντας τὸ πτυχίο ὡς ...μόριο γιὰ προαγωγές, καὶ τὴν ἐγγραφὴ στὸ Σύλλογο γιὰ δεύτερη σύνταξη, ἄλλοι κατέληξαν Δικηγόροι
τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῆς οἰκογενείας τους, ἀποτυγχάνοντες κ’ ἐκεῖ μὲ ἰδιαίτερο πάταγο, ἄλλοι δὲν τόλμησαν κὰν ν’ ἀνοίξουν γραφεῖο, ἐνῶ εἶχαν τὶς οἰκονομικές, κοινωνικὲς καὶ στενὰ ἐπαγγελματικὲς προϋποθέσεις, ἄλλοι ἀρρώστησαν ὀργανικὰ καὶ πέθαναν βιολογικά... Σὲ τίποτε δὲν τοὺς ὠφέλησε ἡ στοιχειώδης, μέση, πανεπιστημιακὴ καὶ μεταπτυχιακή τους παιδεία! Δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα προσμέναν ἴσως κάποιο θᾶμμα, πού, ποτὲ δὲν ἦρθε, ἐνῶ ἡ ζωὴ πέρασε μὲς στὴ ματαιότητα ἄχρηστης προσμονῆς.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς λοιπούς ἐπαγγελματίες ὅποιου ἐπαγγέλματος. Ἀνενημέρωτοι τῆς ἴδιας τῆς ἐπιστήμης τους, ποὺ κάποτε σπούδασαν καὶ θεώρησαν ἐπαρκὴ καὶ τελειωμένη τὴ σπουδή τους, χωρὶς νὰ φροντίσουν νάχουν διαρκῆ ἐπαφὴ μὲ τὴν πρόοδο τοῦ τομέα τους. Εἶναι οἱ πρῶτοι νεοαγράμματοι!..
Ξερόλες, ξηροί «γνῶστες», ἀποστηθιστὲς νεκρῶν γραμμάτων ἄπνοων κι ἀνέμπνοων, ἄχρηστων λεπτομερειακῶν «πληροφοριῶν». Δῆθεν σνομπάροντες τὴν τεχνολογία, ἐπιμένοντες μὲ ἀνεπέρειστη, γι’ αὐτὸ ὀξεία, ἰσχυρογνωμοσύνη σὲ παλιές «δοκιμασμένες» «ἀσφαλεῖς» μεθόδους, ποὺ ἔχουν ξεπεραστῇ ἀνεπίστροφα. Ἀρτηριοσκληρωτικοί, ἀρνούμενοι νὰ διδαχθοῦν ὁ,τιδήποτε περαιτέρω. Γέροι, ἔχοντας χάσει κάθε ἐνδιαφέρον. Καταθλιπτικοί, ποὺ βαριοῦνται τὴν ἴδια τὴ ζωή τους, ὄχι νὰ μάθουν κιόλας κάτι καινούργιο!..
«Ἀχρεῖοι», μὲ τὴν ἀρχαία ἔννοια, ποὺ ἀγνοοῦν καὶ ἀπωθοῦν τὴν ἐποπτεία τῆς πολιτικῆς πραγματικότητας, ὀχυρωνόμενοι σὲ μιὰν ἀπολιτικὴ ἠλιθιότητα, στερούμενοι πολιτικῆς σκέψης, ἱστορικῆς ἀντίληψης, ἁπλῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς ἐνημέρωσης, γονιδιακῆς ἐπίγνωσης τοῦ ποῖο, ἀκριβῶς, χαρακτηριστικὸ κληρονόμησαν ἀπ’ τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα τους καὶ ποῦ ἀκριβῶς τοὺς ὠθεῖ τοῦτο, στερούμενοι μιᾶς στοιχειώδους γενικῆς ἐποπτείας.
Χωρὶς κανένα γλωσσικὸ αἰσθητήριο καὶ κριτήριο, κάτοχοι πτυχίωνπιστοποιητικῶν «γνώσεως» πολλῶν γλωσσῶν, ποὺ ἀποπειρῶνται, ἀμειβόμενοι μάλιστα ἀπὸ ἀνοήτους, μεγαλοστὶ μεγάλες μεταφράσεις
ποιητικές, λογοτεχνικές, τεχνικές, ἐπιστημονικές· «πολυμορφωμένοι», καθηγητές, πανεπιστημιακοὶ ἀγνοοῦντες καὶ τὸ παραμικρὸ γιὰ τὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα, ποὺ καθιστοῦν σήμερα τὰ πράγματα ἁπλούστατα καὶ βατότατα ἢ περιορίζουν, μηδενίζοντας σχεδόν, τὸ κόστος καὶ τὸ μόχθο.
Ὑψηλοὶ γνῶστες δυσπόρθητων Ἐπιστημῶν, ἀγνοοῦντες τί εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐμπορικὴ πράξη καὶ συναλλαγή· μεγαλοσχήμονες ἐπιχειρηματίεςἔμποροι ποὺ δὲν θέλουν νὰ γνωρίζουν πὼς ὑπάρχουν πράγματα ἐκτὸς ἐμπορίου· οἱωνεὶ θεολογικὰ ἀφωσιομένοι σὲ θεωρητικὲς Ἐπιστῆμες, μὲ ἐνεπίγνωστη ἄγνοια τῆς «βδελυρῆς» ἀγορᾶς πολιτικοί «ἡγέτες» μὲ ἀπίθανα σερτιφικὰ οἰκονομολογικῶν ἀνοησιῶν, ποὺ ὅμως δὲν ἔχουν οὔτε γεύση (γυμνασιακὴ ἔστω) Ἱστορίας καὶ παρὰ ταῦτα αἰσθάνονται ἱκανοὶ νὰ «ἡγοῦνται», ἀφοῦ πονηροὶ τοὺς προωθοῦν καὶ πλῆθος ἀνοήτων τοὺς ψηφίζει.
Θρασύτατοι
προγραμματιστές, στερούμενοι κλασσικῆς παιδείας «συγκροτοῦν» προγράμματα γιὰ Φιλολόγους, συγκεντρώνουν ἠλεκτρονικοὺς γλωσσικοὺς «θησαυρούς», «λεξικά» ἢ κατάσκευάζουν ἠλεκτρονικὰ «ἐργαλεῖα» γιὰ ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς, προσομοιωτὲς γιὰ πιλότους, «πακέτα» γιὰ ἐπαγγελματίες ἐπιστήμονες, Γιατρούς,
Δικηγόρους, Άρχιτέκτονες χωρὶς καμμία γεύση τῆς Ἐπιστήμης ἢ τῆς ἐπαγγελματικῆς Πρακτικῆς ὑπὲρ τῆς ὁποίας, δῆθεν, προγραμματίζουν.
Σᾶς περιέλαβα ὅλους ἔ; Καί, πρωτίστως, τὸν ἑαυτό μου!..
Οἱ νεοαγράμματοι, ἀπολύτως ἀσύστολοι, προηγοῦνται τῶν ἀναλφαβήτων στὴν ἀκύρωση πάσης προόδου. Ἄμεση ἀνάγκη ν’αὐταντιμετωπισθῆ ἡ σύγχρονη πληγή, πρωτίστως καὶ κυρίως μέσα μας, μὲ τὴ μνήμη βρεφικῆς ἀειπαιδείας, ὄχι ἁπλῶς ὥς τὸ γήρας ἀλλὰ ἕως τὸ θάνατο!.. Γιατὶ τὸ ἐφηβικὸ ἐρώτημα ἐπιμένει: Πῶς οἱ θεωρητικοὶ θὰ μάθουν Μαθηματικὰ κ’ οἱ θετικοὶ Ἀρχαῖα;: Βλέποντας τὴ «Γνώση» τῆς λαϊκῆς παροιμίας σὰ γλυκιὰ μητέρα καὶ καταβάλοντας οἰκειοθελῶς, μὲ ὑπομονή, τὸν ἀπαιτούμενο μόχθο τοῦ μαθητῆ. Παραμένοντες παῖδες ἀεί, φωτισμένος ἀπὸ τὸ λαμπρὸ τῶν γραμμάτων φεγγάρι, σ’ ἕνα πεντακάθαρο
πολιτισμικὸ οὐρανό.
Φεγγαράκι μου
λαμπρὸ
Φεγγαράκι μου
λαμπρό,
Φέγγε μου
νὰ περπατῶ,
νὰ παγαίνω
στὸ σκολειό,
νὰ μαθαίνω
γράμματα,
τοῦ θεοῦ
τὰ πράματα!
Δημοτικὸ
Ἀνθολογία Η.Ρ.Η.Σ. Ἀποστολίδη, Ἀθ. 2010, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, 12η ἔκδ., σελ. 1527.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΣΤΡΑΚΑΣ
Διορθώσεις ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου