|
Κώστας Πλακωτάρης |
Λεϊμόνια, μανταρίνια, πορτοκάλια,
κοφίνια,
γλυκοπώρες φορτωμένη
η σκούνα, απὸ μακριὰ ταξιδεμένη,
άραξε μες στο πόρτο αγάλι’–αγάλια.
Στ’
ανάλαφρα του λιμανιού μαϊστρεάλια
κλαίγουν οι κούντροι ξεστιγγαρισμένοι–
ράντες
και παπαφίγγοι ρουλιασμένοι
δένουνται στ’ άρμπουρα απὸ χέρια ατσάλια.
Φτάνουν
η Μάριον, η Ζαζά κ’ η Λίνα–
και γλυκογνέφουν… Γύρω, τα χαμίνια
σάπιες οπώρες
γλείφουν απ’ την πείνα–
Κ’ οι ναύτες κουβαλούν και βαριαστένουν·
τη δύναμη έχουν
δώσει στα κοφίνια,
μα την ψυχὴ στις κόρες που προσμένουν.
-----
Ο καπετάνιος
δέθηκε στο νάζι
με κάποιο μητραπάρθενο κοράσι
και για τις βέρες όλοι κάνουν
χάζι:
«Το κορόιδο! Να πα’ ν’ αρρεβωνιάση
μια μύξα–λὲς και δεν
μπόρειε ν’ αγοράζῃ!..»
Μα σα δεν παίρνει λόγια, τι τους νοιάζει;..
Κι
απ’ τη δουλειὰ ξεχύνουνται με βιάση
στα Βούρλα, ποιος (τι μούρλα!)
θα προφτάση
γυναίκα και ταβέρνα – το γιορτάσι!
Και πίνουν και μεθούν κ’ αισχρολογάνε–
τη
ζωὴ
να γευτούν όπως νογάνε…
Το άλλο πρώι μπαρκάρουν νυσταγμένοι,
απένταροι–ψυχὴ και σκέψη
χάλια…
Μα θα ξανάρθουν πλούσιοι, φορτωμένοι
λεϊμόνια, μανταρίνια, πορτοκάλια…
Ρ. Δαρρίγος, 1929
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)