Γεράσιμος Στέρης: Ομηρικό τοπίο |
Οι καθαρίστριες
Ήρθε μια μέρα που οι πολίτες αγάπησαν την πόλη
αυτή. Τόσο τεράστια, τόσο εκτεταμένη – κι ωστόσο την αγάπησαν σφοδρά, σαν
πράγμα μικρό και δικό τους, σαν το ίδιο τους πρόσωπο ένα πρωί στον καθρέφτη,
που ανακαλύπτει έτσι κανείς πως δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο απ’ το νερό κι από
την πάστρα, κι ανακαλύπτει η καλονοικοκυρά πως το πρόσωπό της το ίδιο είναι το
σπίτι, και πέφτει χάμω, και γονατίζει δίχως να τη νοιάζη, και τρίβει, τρίβει
στοργικά το πρόσωπό της, τις πλάκες, τα σανίδια, κ’ ύστερα παστρικά τα
ξεπλένει, κ’ ύστερα με το πανί τα παίρνει, κι αγαπάει ακόμα κι όλες τις αγκίδες
του τριμμένου σανιδιού, που έχει σκουρήνει, έχει βαθιά ποτίσει κι ομορφήνει με
τον ιδρώτα της, και ξέρει αυτή, άλλη μια φορά, κάθε πλακάκι του σπασμένο, και
κάθε του ραγισματιά, και κάθε του ραγάδα του σπιτιού, σαν και τις δικές της
ρυτίδες, μια-μια…
Έτσι αγάπησαν αυτή την πόλη μια μέρα οι πολίτες
της… Κάτι παράξενο, εντελώς καινούργιο τους συνέβη, κι αξάφνα πλήθυνε μέσα τους
αβάσταγο, σφοδρό, και την αγάπησαν έτσι απογνωσμένα – σαν δικά τους!.. Κι
όμοια, έτσι, με το ίδιο στην καρδιά ασυγκράτητο, σαν νάταν άξαφνα για το ίδιο
τους παραμελημένο σπίτι, κινήσαν όλες οι φτωχές παραδουλεύτρες, παρατήσαν
αδιάφορα την «μέρα» την «τακτική» κάθε αρχοντοκυράς, και το μεροκάματο, και
κατεβήκαν γοργοπόδαρες, χαράματα, με την καινούργια σκούπα και τη βούρτσα, και
το φρεσκοκομμένο σφουγγαρόπανο, κι άρχισαν, έτσι, απρόσταχτες κι απλήρωτες, να
τα παστρεύουν όλα!
Εκείνη η λάτρα, τη μέρα αυτή, δόθηκε απλήρωτα κι
απρόσμενα σ’ ότι ποτέ δεν ήτανε της γειτονιάς. Δεν κάναν διάκριση σε μέγαρα ή
σε μνημεία, σε χτήρια μισητά κι αγέρωχα ή δημόσια. Όλα τα βρήκαν βρώμικα,
παραμελημένα· κι όλα τα νιώσαν άξαφνα δικά τους, και σ’ όλα κάναν λάτρα αδιάκριτα!..
τα μάρμαρα, τα ρείθρα, τις γωνιές – όλα τα πήραν, ένα – ένα. Και τις σκάλες,
και τους δρόμους, και τα πάρκα!..
Όπου πατούσε ανθρώπου πόδι, χρόνια και χρόνια,
πέρασε χέρι ανθρώπου, και πέρασε πανί, κ’ έσταξε ιδρώτας.
Κι ως άρχισε αυτό απ’ τις καθαρίστριες, που έτσι
άξαφνα πλημμύρισαν την πόλη – μ’ ένα ύφος αυστηρό μετακινώντας γραφεία,
αδειάζοντας χαρτιά, συρτάρια, αρχεία έξω στους δρόμους, και λέγοντας
προσταχτικά και στους στρατιώτες να μην κάθουνται κεί άπραγοι και χάσκουν με τα
παλούκια στον ώμο, παρά να δώσουν κι αυτοί ένα χέρι, να ξαραχνιάσουνε ψηλά, με
τα κοντάρια, να πάρουν τα σκουπίδια, τα χαρτιά στ’ αυτοκίνητά τους, που τους
μεταφέραν για άμεση δράση – η τρέλλα μεταδόθηκε σ’ όλη την πόλη, κ’ οι
στρατιώτες πρώτοι ακούσανε τις προσταγές της μάνας του ο καθένας, κι απόθεσαν
τα όπλα με τις ξιφολόγχες στον τοίχο των χτηρίων, κ’ ήρθε τότε και μια
καθαρίστρια, και τα συμμάζεψε όλα ταχτικά σε μια γωνιά κατ’ απ’ τη Βουλή, να
μην μποδίζουν, κ’ έπιασαν όλοι μαζί να σαρώνουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους, τα συγκεντρώναν
κουμούλες πελώριες και τα καίγαν, κ’ ύστερα έρχονταν οι οδοκαθαριστές και
ρίχναν τ’ αποκαΐδια στους υπονόμους.
Η πόλη ήταν ανάστατη… Μα ενώ ήταν έτσι ανάστατη,
δεν είχε καθόλου την όψη της Οργής – γιατί αλήθεια κανενού στα σοβαρά δεν
πέρασε απ’ το νου τίποτ’ άλλο…
Έτσι, μ’ έναν τρόπο παράξενο, ήταν αυτή μια μέρα
γενικής καθαριότητας – κι απόδειξη να! oι καθαρίστριες, κρεμασμένες απ’ όλα τα
παράθυρα των χτηρίων, τινάζοντας ξεσκονόπανα, αδειάζοντας τα φαράσια,
ταχτοποιώντας τα πάντα…
Αυτό έλειπε τώρα, νάχη αντίρρηση κανείς στην
πάστρα και στη λάτρα, μέρα που οι πολίτες ανακάλυψαν πως η πόλη αυτή είναι δικά
τους, πως η κάθε της γωνιά κι ο κάθε τοίχος της, κάθε δημόσιο χτήριο και
μνημείο της..- ποιανού είναι λοιπόν, και τ’ αφήνουν βρώμικα κι αξαράχνιαστα;
Άνεμος ξένος δε φύσαγε από πουθενά· μα ως ετίναζαν
τα νερά παντού άφθονα, μύριζε η πόλη φρεσκοπλυμένο σανίδι, κι ο αγέρας ήταν
κινημένος απότομα, όλο μετατοπισμένος άξαφνα από δρόμο σε δρόμο – σα ριπές
άταχτες μιας αύρας σπιτίσιας, περβαζιού καταβρεγμένου….
Ένας πελώριος κουρνιαχτός σκωνόταν αργά κατά τον
ουρανό… είχε φτάσει κιόλας πανύψηλα – κι ακόμα βάσταε η λάτρα. Ένας κουρνιαχτός
της πάστρας – όχι καπνός, όχι φλόγες! Του ξεσκονόπανου διωγμένος μόνο…
Και πια σαν έγειρε ο ήλιος, σα βύθησε βαθιά κουρασμένος,
ό,τι τέλειωναν με το πανί τις προσόψεις των χτηρίων, τις κολώνες των μνημείων,
κ’ είπαν να πάρουν με τα παρκετόπανα και τους δρόμους, να γιαλίση η άσφαλτο, να
λάμψη,.. – τότε, πάνε κει, ο Γενικός
Εισαγγελέας, διωγμένος ολοήμερα απ’ το γραφείο του, να ξαραχνιάσουν και κει,
που τον είχε μαζέψει η σκόνη κ’ η βρώμα χρόνια και χρόνια, μόλις βρήκε μπρος
του ένα χαρτί λευκό, σήκωσε τον καθαροπλυμένο κοντυλοφόρο του, βούτηξε στο
καινούργιο μελάνι, κ’ έγραψε:
ΕΝΤΑΛΜΑ
ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ
Κατά παντός ενεργήσαντος αυτοβούλως…
Συνέλαβαν κι εξετέλεσαν τις καθαρίστριες. Δε λάβαν
υπόψη τους, για ελαφρυντικό, ούτε που οι μάνες τους ήταν ίδιες…
Τα παλληκάρια του αποσπάσματος έκλειγαν. Μα κι
αυτά, εξετέλεσαν την εντολή.
Οι καθαρίστριες στάθηκαν στον τοίχο σεμνά,
ευσυνείδητες· με το πρόσωπο εκείνο που μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, κ’ είναι
τόσο κατάκοπος, τόσο τη συνείδησή του έχει ήσυχη πως είναι βαριά κουρασμένος κι
άλλο δε χρωστά να κάνη σήμερα, που στέκει ταπεινός κι αδιαφορεί…
Έτσι τον βρίσκει ο θάνατος.
Όμως, θάρθη μια μέρα, που η Εντολή θάχη δοθή… Θάχη
από μόνη της, άγραφη ακουστή – και δε θάναι πια ώρες για ιστορίες φανταστικές,
δε θάναι πια ώρες αναβολής της πάστρας και της λάτρας της καλοκυράς…
Ως την ώρα εκείνη, διαβάζετε ιστορίες
«φανταστικές», αδελφοί!
Ρένος