Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Η Θεά... Κων. Μ. Μάστρακας

Fang Tong

ρφν κα σκότος στν λάμπετον.
ράκλειτος
Diels-Kranz, Vorsokratiker, Weidmann, Dublin-Zürich, 1969, τόμ. Ι, σελ. 143, 6.

λα ν πμε π’ τ κακ στ χειρότερο
λα ν πμε π’ τ κακό, στ χειρότερο.
Τώρα τ τελευταο φεγγάρι χει σβηστ.
Εμαστε σ τονελ ξημέρωτο·
σ σκάλα κατεβαίνουμε κ’ νύχτα κουπαστή.
λα, λοιπόν, ν πμε στ χειρότερο,
φήνοντας πίσω τ μέτριο κακό.
Μπορε ν πιάσουμε τ ραιότερο -
μ τ χειρότερο!
Μ τ χειρότερο ν βυθιστομε πόψε,
ν πιάσουμε πάτο σ κ’ γώ,
στν πι κίνητο μαρο, μενεξεδένιο βυθό.
Κι ς τους πάνω ν φωνάζουνε
γι τ περσότερο κα τ καλύτερο.
Μπορε κα τ χειρότερο... νάναι τ ραιότερο!
Βαρέθηκα τν κόσμο, τ κακό,
τς σχέσεις, τ σχετικό, τ σχετικά.
Τάκης Παυλοστάθης
Ποιήματα κα πεζά 1964-1999, κδ. Νεφέλη, θ. 2006, σελ. 241.
***
θεά
    λα τ γουρούνια τν δια μούρη χουνε, συνήθιζε ν παναλαμβάν μητέρα μου, ταν ναφερόταν σ ταυτόσημες τασθαλίες διαφορετικν νθρώπων. Πόσο διαφορετικός, μως, μπορε ν εναι νας δημοκρατικ κλεγμένος δυτικς γέτης π ναν σιαν δικτάτορα; πόλυτα, νομίζαμε, μέχρι πέρυσι! πάρχει λλη κουλτούρα, λλη πολιτισμικ ποδομή, διαφορετικ κοινωνία, γλσσα, προπατορικς συνήθειες, θρησκευτικς πεποιθήσεις! κόμα κα ο, δυτικοί, δικτάτορες διέφεραν μ μεγάλη πόσταση  π  δαύτους,  ν χι σ σκληρότητα κυνισμ ναντι τν λαϊκν συνόλων, τολάχιστον σ προσχήματα -ετε στν Ερώπη, ετε στ Λατινικ μερική….
    Νά μως τί μς χάρισε ποχή μας!: Τν πόλυτη μοιότητα -ταύτιση θάλεγα, τν δύο, πο καβγαδίζουν σύστολα  κα προκλητικότατα νώπιον τς φηλίου, σν κουραδόμαγκες Κατίνες τς περιθωριακς κοινωνίας λλων ποχν, πειλντας κιόλας ν μς ξοντώσουν,  π υ ρ η ν ι κ ά!..
    Θάπρεπε κανες ν φελται, κα πωφελται, π τ συμβανον, σο ρνητικ κι ν εναι, δίως ταν δέν μπορ ν τ λέγξ, ποτρέψ μεταβάλ! ντ ν’ πορομε κπληκτοι γι τ φαινόμενο ς ντιληφθομε κα παραδεχθομε μέσως κ’ εθαρσς πς μοιότητα δράζεται, πλούστατα, σ’ ,τι νομάζουμε: ξουσία! Εναι τ μόνο κοιν στοιχεο πο χουν μφότεροι κα δύναται ν τος ταυτίσ στν ποια τους ντίδραση!

Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του άρθρου.

Κωνσταντίνος Μ. Μάστρακας

Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, τεύχος 44

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Η νοσταλγία σου... Τάσος Λειβαδίτης

Stefan Krauss
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. 
Κι όλα σε σένα θα ‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου 
για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
Τάσος Λειβαδίτης,Ο τυφλός με το λύχνο

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Είναι όλα ακατάστατα... William Leal

Saul Leiter

It’s all messy:
The hair.
The bed.
The words.
The heart.
Life…
William Leal.                         


Είναι όλα ακατάστατα:
Τα μαλλιά
Το κρεβάτι
Οι λέξεις
Η καρδιά
Ζωή…


Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Προς τη μητέρα μου... Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αφοι Ζαχαριάδη, 1900

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Ο πραματευτής... Ιωάννης Γρυπάρης

Paul Almásy


ρθε π᾿ τ Πόλη νις πραματευτς
μ διαλεχτ πραμάτεια,
μ᾿ σημικ κα χρυσικ
κα μ γλυκ τ μαρα μάτια.

Κι ο νις ποθοπλαντάζουν το χωριο
στς πόρτες κα στ παρεθύρια,
κι ο παντρεμμένες ξενυχτν
γι τ σμιχτ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη λόχρυση φορε
σ δαχτυλίδι-μέση,
κα πι ραία χήρα δ βαστ:
- «Πραματευτή, πολ μ᾿ ρέσει
ζώνη πο φορες κι ,τι ν πες
σο τάζω κι λλα τόσα...»
- «Δ τν πουλ μ᾿ οδ φλουρι
μ᾿ οδ᾿ σα κι λλα τόσα γρόσα.
τσι ραία, -ραία πς ν σ π,
 ρόδο κρίνο;-
να μο κόστισε φιλ
κι που βρ δύο τ δίνω...»
- «Σύρε ταχι στν ρια τ σπηλιά,
πραματευτ μ τ ραα μάτια,
κα κε σο φέρνω τ τιμ
κα παίρνω τ πραμάτεια».

Τραβ ταχι στν ρια τ σπηλι
κα στο μεσημεριο τ ντάλα
φτάνει στν ρια τ σπηλι
σ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τ μούλα στ ξυνομηλι
πο σκιώνει μπρς στ σπήλιο,
στ μάτια του πο τν πλανν
βάζει συχν τ χέρι ντήλιο
κα τρώει κα τρώει τ στράτα το χωριο,
δ φαίνεται κι οδ γρικιέται
κα μπαίνει μέσα στ σπηλι
κι ποκοιμιέται...

Μέσα στ στοιχειωμένη τ σπηλι
πο ποσταμένος γέρνει,
πνος τς φέρνει, πνος τς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητς
κα μαρμαροτραχλες,
νίσκιωτα κορμι δειανά,
διανέματα κι νατριχίλες,
στς κομπωτς πλεξοδες των φορον
νεραϊδογνέματα κα πολυτρίχια
κι χουνε κρίνους δάχτυλα
οδόφυλλα γι νύχια
κα χρυσομέταξα μαλλι
κι λιόμαυρες λαμπθρες
τέτοιες μ μέλι σύγκαιρο μεστς
ο βλαες κερθρες.
Κα μία, ξωτέρα, Παγανή,
παγάνα το θανάτου,
χτυπ τν νι πραματευτ
κα παίρνει τ συλλοϊκά του.

Τώρα στ χώρα νις πραματευτς
κλαίει κα λέει πάλι κενο:
- «να μο κόστισε φιλ
κι που βρ δύο τ δίνω,
τ ζώνη ππλεξε καλ - να φιλί,
ρρεβωνιαστικιά μου-
μ πλάνεσε μι ξωτικι στ ξενητει
κα πρε τ συλλοϊκά μου!» 
Ιωάννης Γρυπάρης, (1870-1942)