Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Το καλοκαίρι... Τάκης Παυλοστάθης

Σπύρος  Βασιλείου

ΠΟΥΘΕΝΑ
                                                                                                                    Πάμε να φύγουμε
                                                                                                                                  πάμε να δούμε φρούτα

Το καλοκαίρι είναι πραγματικά υπέροχο αρκεί να μην σε πετύχει στο ψυχιατρείο. Αλλά ευτυχώς, στάθηκα τυχερός σε αυτό. Όχι όμως και στα υπόλοιπα.
Δεν μου αρέσει το καλοκαίρι. Όταν αυτό τελειώνει, ανοίγουν τα σχολεία και πάντα φοβόμουν τη πρώτη μέρα στο σχολείο. Ο λόγος απλός. Ντρεπόμουν τα απαξιωτικά βλέμματα των συμμαθητών και συμμαθητριών μου -κυρίως όμως του Νίκου- όταν απαντούσα κάθε χρόνο πουθενά στην ερώτησή πού πήγες φέτος διακοπές: πουθενά πουθενά πουθενά. Κι ύστερα συζήταγαν μεταξύ τους με γυρισμένη την πλάτη. Κι όμως είχα τόσο πολλά να τους διηγηθώ. Γιατί το καλό είναι ότι παρόλο που εκείνοι φεύγανε ταξίδι – ο Νίκος πήγαινε δυο μήνες στην Κρήτη – δεν άφηναν πίσω τους χειμώνα. Πάλι καλοκαίρι άφηναν και μάλιστα ενός νησιού. Έστω κι αν αυτό ήταν η Σαλαμίνα, αυτή η επάρατη νήσος. Όμως δεν ήθελαν να με ακούσουν. Φαίνεται πως αυτοί δεν ενδιαφερόντουσαν για το καλοκαίρι πραγματικά. Εκείνοι ενδιαφερόντουσαν για τις διακοπές.
Και πράγματι είχα πολλά να πω, που τώρα πια δεν ντρέπομαι καθόλου γι' αυτά. Γιατί εκεί που ο Νίκος κάθε πρωί διάλεγε σε ποια παραλία θα πάει για μπάνιο, εγώ εδώ με τα παιδιά που ερχόντουσαν οικογενειακώς στα εξοχικά με τους σαγρέ τοίχους, διαλέγαμε σε ποιο φέρι-μποτ θα πάμε για μπάνιο. Κι είναι λογικό για ένα νησί περικυκλωμένο από φέρι: πηδάγαμε μέσα, ανεβαίναμε στο κατάστρωμα ή στον τελευταίο όροφο που βρισκόταν το πιλοτήριο, και με το σιδερένιο δάπεδο να μας καίει τις πατούσες βουτάγαμε στη θάλασσα. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως σε αυτές τις βουτιές να οφείλεται η σκέψη που κουρνιάζει πάντα στην άκρη του μυαλού μου, ότι δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένας λαθρεπιβάτης στη ζωή, έτοιμος πάντα να πληρώσει το τίμημα ότι ζει.
Θυμάμαι κι άλλα. Εκεί που οι συμμαθητές μου άφηναν πίσω τα σπίτια τους, εγώ ήμουν αυτός που έβλεπε τους κήπους τους να ξεραίνονται από τον ήλιο, καθώς εισέβαλλαν μέσα φίδια για να βρουν καταφύγιο από την καυτή άσφαλτο που τους τσουρούφλιζε το δέρμα. Έπαιρνα το πράσινο λάστιχο καμιά φορά και κατέβρεχα τους κήπους τους επίτηδες. Μετά πήγαινα στην αυλή, στο σημείο που η κληματαριά το μεσημέρι σχηματίζει έναν κύβο σκιάς, και ξάπλωνα στο μπετό επάνω για δροσιά. Όσο εκείνοι έλειπαν, εγώ μπορούσα να φάω τα μούρα τους, τα σύκα τους, όλα τα μούσμουλά τους. Μπορούσα να καπακώσω τα τζιτζίκια του σπιτιού τους. Μπορούσα ακόμα να παίζω μπάλα στην αυλή του σχολείου χωρίς το άγχος να χτυπήσει το κουδούνι. Όσο αυτοί ήταν μακριά, εγώ μπορούσα να σκαρφαλώσω στον τρούλο της εκκλησίας και να κάνω ηλιοθεραπεία. Μπορούσα να δω ανάσκελα τον άτυχο νέο και να συλλυπηθώ για το τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα που του συνέβηκε χτες το βράδυ, έτσι όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας τον Αύγουστο. Και φυσικά μπορούσα να χαϊδέψω τα ζώα των παραθεριστών από κατοικίδια ακόμα, πριν τα παρατήσουν φεύγοντας για Αθήνα τέλη Αυγούστου, τότε ακριβώς που έρχεστε κι εσείς και τα βλέπετε αδέσποτα. Θέλω να πω πώς γίνεται να ζεις σε έναν τόπο μόνο κατά την διάρκεια που τον μισείς; Ίσως η απάντηση να ξεκλειδώνει και την απορία μου γιατί όλοι μου οι συμμαθητές έχουν φύγει πια για την Αθήνα.
Αυτή την απάντηση έψαχνα καθώς πήγαινα χτες βράδυ στο περίπτερο, ώσπου άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. Ήταν ο Νίκος που είχε έρθει επίσκεψη στον πατέρα του. Δεν ξέρω γιατί μου μίλησε. Εγώ αν τον έβλεπα πρώτος δεν θα του μιλούσα. Είχαμε να συναντηθούμε από τότε που έβγαιναν τα αποτελέσματα των πανελληνίων στο καγκελωτό τζάμι του σχολείου. Στο πρώτο τσιγάρο μού είπε τα νέα του. Περιβαλλοντολόγος, δυο παιδιά, Παγκράτι, έντεχνο. Στο δεύτερο τσιγάρο πιάσαμε συζήτηση για την οικολογία που τον ενδιέφερε. Μιλήσαμε για την πυρκαγιά στο νησί με τους 7 νεκρούς το 1993, για την τρομακτική μέρα που ξυπνήσαμε κι η θάλασσα είχε πάρει μια κατακόκκινη βιβλική απόχρωση, για τον Ιούλιο του 1999 που είχε γίνει η έκρηξη στη ζώνη του Περάματος και είχε σειστεί το νησί. Έλεγα, έλεγα, όμως εκείνος δεν θυμόταν τίποτα. Με κοίταγε και δε μιλούσε. Ένιωθε ξαφνικά σαν να μην ήταν από δω. Αν και ανέκφραστος ήξερα καλά πως μέσα του μια φλέβα είχε τσακίσει, όπως το λάστιχο στην αυλή του, χαρίζοντάς του στο πρόσωπο ένα κοκκίνισμα ντροπής.


Τάκης Παυλοστάθης, Ποιήματα & πεζ 1964-1999, θ. 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου