Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ιεροτελεστία... Leonard Cohen

Isabella Rossellini & Kyle Mac Lachlan in Blue Velvet, 1986



Όταν μπροστά μου γονατίζεις

και με τα δύο χέρια σου κρατάς

σκήπτρο τον ανδρισμό μου,


σαν ακουμπάς τη γλώσσα σου

στο κόσμημα από κεχριμπάρι

καλώντας τη χαρά μου,


τότε καταλαβαίνω τις νεαρές Ρωμαίες

που χόρευαν γύρω από πέτρινη κολώνα

και με φιλιά κάναν την πέτρα να ζεστάνει.


Αγάπη, έλα και γονάτισε χιλιάδες μέτρα πιο βαθιά,

έτσι, όπου την τελετουργική ετούτη ώρα

μόλις τα χέρια και τα χείλη σου να βλέπω,


γονάτισε ώσπου στη ράχη σου να πέσω

μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό, όμοιο με κείνο των θεών

που ο Σαμψών σώριασε κάτω.

Leonard Cohen, μετ Τάκης Μενδράκος


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Ο θυρωρός του Πορνείου... Jorge Bucay

Γράβαλας Παν.
Δεν υπήρχε σ εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο... όμως, τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος;
Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από εκείνον, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του.
Για δεκαετίες, το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο.
Μια μέρα, πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης κι ένας νέος με ανησυχίες. Δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση.
Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες.
Στο θυρωρό είπε:
«Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις των αριθμό των ζευγαριών που μπαίνουν καθημερινά. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μια φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα.»
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως....
«Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε¨, ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.»
«Α, Πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γι αυτό...»
«Μα κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου..»
Δεν τον άφησε να τελειώσει...
Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι να έκανε;
Θυμήθηκε ότι μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό. Αναζητούσε σε όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γι αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης πού είχε πάρει.
Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό για να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε.
Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονά τους
« Ήθελα να σε ρωτήσω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;»
«Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω... «Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και..»
«Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί»
«Εντάξει»
Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα.
«Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;»
«Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δυο μέρες με το μουλάρι.»
"Ας κάνουμε μια συμφωνία» είπε ο γείτονας. « Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;»
Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για 4 μέρες ακόμα. Δέχτηκε.
Στην επιστροφή, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του.
«Γεια χαρά γείτονα. Εσύ πούλησες το σφυρί στο γείτονά μας;» «Ναι.»
«Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου»
Ο πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.
«Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου», θυμήθηκε.
Αν αυτό ήταν σωστό, πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον αλλον να ταξιδέψει για να φέρει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρίσκαρε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια.
Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ότι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη . Μετά, μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες Είχε γίνει καλός πελάτης.
Μια μέρα, σκέφτηκε ο φίλος του ο τορναδόρος ότι θα μπορούσε να κατασκευάζει σφυριά για αυτόν. Και μετά, γιατί όχι; Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες, καλέμια. Υστέρα ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες...
Για να μην τραβήξει επί μακρός η ιστορία , ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων και σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά, έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής.
Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής.
Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του νέου σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμή του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε:
«Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου.»
«Η τιμή είναι δική μου», είπε ο άντρας. «Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.»
«Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. « Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».
«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άντρας ψύχραιμα.
« Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω..θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο».

Jorge Bucay «Να σου πω μια ιστορία»


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Άχρηστοι... Θεόδωρος Ντόρρος



ΔΗΛΩΣΕΙΣ…

Ν.Σηφουνάκης ΠΑΣΟΚ: Ενδέχεται να καταργηθεί ο σταυρός από την σημαία. ALPHA 8/6/10

Νεολαία Συνασπισμού «Να καταργηθεί ο αναχρονιστικός θεσμός των παρελάσεων».27/10/11

A.Τσίπρας: Συμφωνώ με την κατάργηση του στρατού! Μάιος 2012

Μ.Ρεπούση: «Να καταργηθεί ο εκκλησιασμός στα σχολεία» 26/7/2012

Τ. Κουράκης(βουλευτής και τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ): O ΣΥΡΙΖΑ θα καταργήσει τις παρελάσεις όταν γίνει κυβέρνηση.26/10/13


ΣΧΟΛΙΟΝ

Κουνινται λόγυρά σου τόσο διοι,
τόσο χρηστα διαφορετικοί!..

Θεόδωρος Ντόρρος

Φορολογία χωραφιών... Βύρων Γ. Πολύδωρας

Παν. Τέτσης

Τα χωράφια των Ελλήνων δεν είναι φορολογητέα ύλη. Είναι συστατικό ζωής. Του Έλληνα. Και απόδειξη της ιστορικής επιβίωσής του. Είναι όρος και όριον και ορισμός. Του ελεύθερου Έλληνα. Δεν είναι μόνον απλή μνήμη και ανάμνηση. Είναι μνήμα των προγόνων του. Δεν είναι στοιχείο της λογιστικής. Είναι «στοιχειό» της ψυχής και λογισμός του νου. Του Έλληνα. Είναι η ίδια η χώρα μας στο χαϊδευτικό υποκοριστικό της: Χωράφι. Όχι «αγροτεμάχιο», πράγμα που είναι κάτι διάφορο, που καταχρηστικά υπάρχει όχι ως χωράφι, κτήμα ή περιβόλι, αλλά ως μέτρο και μέσο εξωαγροτικής συναλλαγής. Όχι τέτοια τεχνάσματα. Και για να δουν οι αρμόδιοι το βαθμό της βαρβαρότητας της πράξεως ας πουν την αλήθεια ή ας επιγράψουν τον νόμο με το όνομά του – αν το τολμούν – ήτοι, «φορολογία χωραφιών». Θα εννοήσουν τότε την ηθική διαφορά! Στα χωράφια βρίσκει κανείς το εμπράγματο νόημα του Σαλαμίνειου παιάνα που μας παραδίδει ο Αισχύλος, ο οποίος πολέμησε εκεί και τον τραγούδησε ο ίδιος:
 «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, Ελευθερούτε
πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων
νυν υπέρ πάντων αγών»!
 (Ω παίδες Ελλήνων, εμπρός να κρατήσετε ελεύθερη την
πατρίδα, τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, τα ιερά
των θεών των πατέρων μας, και τους τάφους των προγόνων μας, τώρα, για όλα αυτά ο αγώνας!)
 Είναι το απόλυτο περιεχόμενο της προαιώνιας απάντησης «Μολών λαβέ»! Είναι το «γιατί» στο «ΟΧΙ» του ’40, που αναμνησθήκαμε και ετιμήσαμε σήμερα και πάντα (όσοι Έλληνες, πλην βεβαίως των αδιάφορων «κοσμοπολιτών» συγκατοίκων μας). Δεν είναι μόνον η κυριότητα του μέρους, του απειροελάχιστου μεριδίου της χώρας. Δηλαδή του απόλυτου εμπράγματου δικαιώματος του ασκουμένου με εξουσία «κατ’ αρέσκειαν» που ανήκει πατροπαράδοτα και κληρονομικώ δικαίω και εξ αίματος σε έναν Έλληνα και όχι σε κάποιον ξένον, ίσως και ανώνυμο λόγω funds αγοραστή. Είναι η ψυχική σύνδεση του Έλληνα με την έννοια του Συνταγματικού δικαίου «εδαφική ακεραιότητα. Μέσω του χωραφιού η έννοια αυτή δεν είναι κούφια. Γίνεται μεστή περιεχομένου. Δεν συνδέεται ο Έλληνας πολίτης με την πατρίδα του μέσω του «τραπεζικού του λογαριασμού» ή έστω του διαμερίσματος σε πολυκατοικία ή και του «estate» ή της «farm» ή της hacienda (αγγλοσαξωνικού ή αμερικανικού ή του λατινομεξικάνικου τύπου ιδιοκτησίας αντίστοιχα).
 Αλλά συνδέεται με την πατρίδα του μέσω του χωραφιού του, στο χωριό του, στον τόπο των προγόνων του. Και ας είναι αυτό μη μετρημένο σε στρέμματα, αλλά απλά οριοθετημένο με τα σύνορα του όμορου, του διπλανού του, και ας είναι χωρίς συμβόλαια, αλλά αποκτημένο όχι απλά διά χρησικτησίας αλλά με έναν άλλο πιο ισχυρό τρόπο κτήσεως κυριότητας, την πατροπαράδοτη και παμπάλαια χρήση (vetustas), και ας είναι άγονο και ας είναι χέρσο και ας είναι ακαλλιέργητο και ας είναι εγκαταλελειμμένο και ας είναι λογγωμένο. Αυτός είναι ο ιερός δεσμός. Είναι η ιερή ουσία που σαν τον ιερό άρτο
 «μελίζεται και διαμερίζεται, μη διαιρούμενος,
ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος,
αλλά τους μετέχοντας αγιάζων».
Αυτή είναι η σχέση μας. Όσοι δουλοπάροικοι στα λατιφούντια, στα μεγάλα φεουδοτιμάρια της Ευρώπης, μας θεωρούν ομοίους τους κάνουν λάθος. Είμαστε ανόμοιοι. Διαφέρουμε. Εκείνοι βρέθηκαν ως πράγμα (res) στο κτήμα του αφέντη. Εμείς καταφύγαμε στο χωράφι που εκχερσώσαμε στα βουνά μας με τα νύχια μας, ούτε καν με τις αξίνες, για να βρούμε εκεί καταφύγιο επιβίωσης και ελευθερίας. Από αυτά τα χωράφια – να μην ξεχνάμε – ετράφησαν οι επαναστάτες του 1821, οι πολεμιστές των Βαλκανικών πολέμων, της Μικρασίας, του 1940 και της Εθνικής Αντίστασης! Από καμμιά άλλη επιμελητεία δεν ανετράφησαν, δεν έφαγαν ψωμί. Τα χωράφια της υπαίθρου χώρας «έζησαν» και τους καταφυγόντες εκεί στην «Κατοχή» Αθηναίους και μέτοικους στις πόλεις. Τους περίμεναν όχι με την αφθονία των αγαθών αλλά με τα ελάχιστα (των θαυματουργών «πέντε άρτων», με την πολλαπλασιαστική τους δύναμη διατροφής). Και τους περιμένουν πάντα για να τους ζήσουν ξανά σε ώρα ανάγκης. Ο τόπος της ψυχολογικής ασφάλειάς τους. Το δυνητικό τους καταφύγιο.
 Αυτά τα χωράφια επιχειρούν τώρα να τα δημεύσουν μέσω της φορολογίας, μολονότι κάτι τέτοιο είναι προδήλως αντισυνταγματικό. Το άρθρο 17 του Συντάγματος λέει: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους και κανένας δεν την στερείται παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια ύστερα από αποζημίωση…». Δεν λέει ύστερα από δήμευση μέσω φορολογίας! Πώς το κρίνει κανείς αυτό, δεδομένου ότι το Κράτος ούτε έσοδα δεν θα μπορέσει να εισπράξει από τη φορολογία αυτή; Σημειώνεται εν παρόδω ότι πουθενά στην Ευρώπη ή στον ελεύθερο δημοκρατικό κόσμο δεν φορολογείται γη ή άλλη ακίνητη περιουσία που δεν αποφέρει εισόδημα. Το εισόδημα πάντα φορολογείται. Τότε γιατί το κάνουν; Απλά, για να αποκόψουν τους Έλληνες από τις ρίζες τους. Ώστε ο άνεμος του πειράματος της παγκοσμιοποίησης να τους πάρει και να τους σηκώσει και να τους διώξει μακρυά. Και να μείνει έτσι μια χώρα ακατοίκητη. Ή κατοικούμενη από ξένους και μετανάστες αλλόφυλους – απολογούμαι γιατί είμαι τόσο «βλάσφημος» και μιλώ τη γλώσσα του μη πολιτικώς ορθού – ή από κοσμοπολίτες, νεοείσακτους καταληψίες μέσω funds! Έχει λεχθεί μέσα στη θύελλα μια φράση. Πολύ αληθινή. Σαν αίμα.
 «Εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας.
Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη,
δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε».
Ας εννοήσουν οι κυβερνώντες – εάν μπορούν – το νόημα και τις αλήθειες των παραπάνω σκέψεων. Η διαδικασία φορολόγησης των χωραφιών μας και της κατ’ ακολουθίαν τελικής πτωχοποίησης, ακόμη και της μετάλλαξής μας σε ακτήμονες και σε ανέστιους-αστέγους, θα μπορούσε να περάσει όπως έχει προ αιώνων (όχι σήμερα) περάσει στους «πολίτες» της Ευρώπης ή όπως είχε περάσει στους «πολίτες» του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν δεν είχαμε μάθει εμείς να ζούμε με όσια και ιερά. Αν δεν είχαμε το δικό μας εικονοστάσι (αξιών και συμβόλων) εκεί, στο χωράφι του χωριού μας, συνυπάρχον με την ίδια την ύπαρξή μας ως λαού. Λαός σημαίνει, ας λεχθεί στο σημείο αυτό, βραχάνθρωπος, δηλαδή αυτοφυής, αυτόχθων πολίτης. Τώρα, και πάντοτε όσο υπάρχουν ακόμη Έλληνες, η φορολόγηση-δήμευση των χωραφιών μας δεν περνάει. Ας το καταλάβουν καλά! Όσο γίνεται πιο γρήγορα, τόσο πιο καλά. Για την κοινωνική ειρήνη και συνοχή!


Βύρων  Γ. Πολύδωρας

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ο δούλος... Παναγιώτης Κονδύλης

Δημήτρης Χαρισιάδης και άλλοι στρατιώτες, Αλβανία 1940


Δεν υπάρχει καμιά κατάσταση πραγμάτων και καμιά αναγκαιότητα, στην οποία το υποκείμενο πρέπει να υπακούσει, όταν δεν θέλει κατά κανέναν τρόπο, δηλαδή όταν είναι έτοιμο να δεχθεί τον θάνατό του ως αναπόφευκτο τίμημα. Ο Πλάτων διατύπωσε κατά βάθος αυτή την αλήθεια και όχι απλώς μια προκατάληψη της δουλοκτητικής κοινωνίας, όταν έλεγε ότι ο ελεύθερος διακρίνεται από τον δούλο ακριβώς λόγω της ετοιμότητάς του να πεθάνει για να μην υποδουλωθεί, ενώ ο δούλος προτιμά τη σκέτη ζωή από την ελευθερία.

Παναγιώτης Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Ανθρωπος, εκδ. Θεμέλιο

Ο Θεός βοηθός!!!

Αλ. Αλεξανδράκης

Από το Ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά:
 28 Οκτωβρίου, Δευτέρα
Νύκτα στις τρείς με ξυπνούν, ο Τραυλός. Έρχεται ο Grazzi. -Πόλεμος! -Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. -Αναφέρω Bασιλέα. -Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. -Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής. -Όλοι πλην Κύρου. -Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος. -Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου. -Βομβαρδισμοί. Σειρήνες. – Αρχίζουμε να τακτοποιούμεθα.
 Ο Θεός βοηθός!!
(Σημείωση: Τραυλός, είναι ο αρχιφύλαξ έξω από την οικία του Μεταξά.Νικολούδης Θεολόγος, Υπουργός Τύπου και Τουρισμού. Μαυρουδής Νικόλαος, μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών. Mίκαελ Πάλαιρετ, Πρέσβυς Μεγάλης Βρεταννίας. Αλέξης Κύρου, τμηματάρχης Υπουργείου Εξωτερικών).


Ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα Εμμανουέλ Γκράτσι περιγράφει τη νυχτερινή συνάντησή του με τον Ιωάννη Μεταξά

“Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.
Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειας μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού.
Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.
Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς:Λοιπόν έχουμε πόλεμο.
-Γκράτσι:Οχι απαραίτητα Εξοχώτατε.Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσιν της και θ’αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς:Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία,περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι:Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω,Εξοχώτατε.Η Κυβέρνησις μου δεν με ενημέρωσε…Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
-Μεταξάς:Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Όχι,Εξοχώτατε.Είναι τελεσίγραφον.
-Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Ασφαλώς όχι,διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις,τας οποίας ζητεί η κυβέρνησις μου.
-ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως.Ακόμη ‘ομως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω),είναι τώρα τρεις το πρωί.Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας,να ξυπνήσω τον Βασιλέα,να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου,να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες,έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων.Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα.Η Ιταλία,η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης,κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
Πολύ καλά λοιπόν,έχομεν πόλεμον.
“Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπεί και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε:
“Vous etes le plus forts”(είσθε οι πιο ισχυροί). Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μια τουλάχιστο φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του.
Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματος μου μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του”.

E.Grazzi. Il principio della fine, Roma, Editrice Faro. 7 Νοεμβρίου 1945 σ.σ.243-245.
Στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τίτλο «Η αρχή του τέλους» Εστία 1980, σ.σ.284-286.


Υπέρ την νίκην η Δόξα.


Γιορτάζουμε το ΟΧΙ, γιατί αν γιορτάζαμε το ΝΑΙ, θα είχαμε κάθε μέρα επέτειο.


Δημήτριος Νατσιός δάσκαλος

Ήθος. Αγάπη. Αυταπάρνηση...


Την ιστορία αυτή την αφηγήθηκε η μητέρα μιας Μοναχής και αφορούσε την δική της οικογένεια.
“Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής υποφέραμε πολύ. Έφθασε ημέρα που στο σπίτι μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από νερό! Τότε ο πατέρας μου μας πήρε από το χέρι και ανεβήκαμε ψηλά στο βουνό, που δέσποζε πάνω από το χωριό που μέναμε, και μαζέψαμε λούπινα. Τα χιλιοέβρασε η καημένη η μητέρα μου, αλλά δεν λέγανε να ξεπικρίσουν.
Με αυτά ξεγελούσαμε την πείνα μας, αλλά τα μάτια μας έκαιγαν από την πίκρα. Και να φανταστεί κανείς ότι είχαμε και σοβαρά άρρωστη την μεγαλύτερη αδελφούλα μου. Αλλά και τα δύο αδέλφια μου αγόρια που εργάζονταν κι ήταν πάνω στην ανάπτυξή τους τί να φάνε;
Κάποτε η μητέρα εξοικονόμησε ένα κομματάκι σοκολάτα! Κανένας Άγγλος στρατιώτης της την έδωσε ; από καμμιά φιλανθρωπική οργάνωση την πήρε; Δεν γνωρίζω. Η καλή μας μητέρα ούτε που την άγγιξε. Την έφερε και κρυφά την έδωσε στην άρρωστη αδελφούλα μου, με την ελπίδα πως θα δυνάμωνε. ( Μάταια όμως. ΣΕ λίγο καιρό πέθανε, την πήρε ο Θεός κοντά Του )
Ούτε όμως και η άρρωστη την έφαγε. Επειδή άκουσε πως την άλλη μέρα η μητέρα κι εγώ θα κατεβαίναμε στην πόλη με το γαϊδουράκι για κάποια αναγκαία εργασία και θα περπατούσαμε τουλάχιστον οκτώ με δέκα ώρες, με φώναξε κρυφά κοντά της και δίνοντάς μου το κομματάκι της σοκολάτας, μου είπε:
- Πάρε το, να το φας εσύ, αδελφούλα μου, γιατί έχεις να περπατήσεις πολύ αύριο και πρέπει να δυναμώσεις.
Την πήρα και την φύλαξα για την αυριανή οδοιπορία. ¨Όμως η καλή μου μητέρα έβαλε εμένα στο γαϊδουράκι κι εκείνη περπατούσε δίπλα με τα πόδια. Την παρακαλούσα ν’ ανέβει κι εκείνη, αλλά δεν θέλησε. Με λυπόταν γιατί ήμουν μικρό. Τότε έβγαλα από την τσεπούλα μου την σοκολάτα και της την έδωσα λέγοντας:
- Πάρε, μαμά, φάε εσύ σοκολάτα να δυναμώσεις που περπατάς τόσες ώρες, αφού εμένα με πάει το γαϊδουράκι!
Πριν προλάβει να αρνηθεί, την έβαλα στα χέρια της. Τότε κοντοστάθηκε και την κοίταξε δακρυσμένη. Είχε ξαναγυρίσει στα χέρια της!”
Μια ελληνική οικογένεια βασανισμένη από την φτώχεια και την αρρώστια είχε τέτοιο ήθος, τέτοια αγάπη, τέτοια αυταπάρνηση! Ας την θαυμάσουμε αλλά και ας την μιμηθούμε!


Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

Είναι ημέρα ΤΙΜΗΣ!.. Ηλίας Μπάζινας

Σελίδα από αναγνωστικό της δεκαετίας του '50
Αφθονούν οι υμνητές του «πολιτικού ρεαλισμού», που επιχειρούν ανάγνωση της Ιστορίας κάθετα απομυθοποιητική για την ελληνική αντίσταση κατά του Άξονα.
Είναι τέτοια η εποχή. Ευνοεί τους θεατρίνους, τα λαμόγια, τα ανδρείκελα, τους δημαγωγούς. Τίποτα το περίεργο. Από τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια της ζωής της Ελλάδας, τα 9.000 ήταν έτσι.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ!
 Αν οι αστέρες της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας δεν ήταν τόσο μεθυσμένοι και ζαβλακωμένοι από το θαυμασμό στην ομορφιά τους και τη μαγκιά τους, αν έμπαιναν στον κόπο να πλησιάσουν πραγματικά τούτο το λαό, θα έβλεπαν ότι στο βάθος ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ ΤΙΠΟΤΑ.
Και θα άρχιζαν να ΤΡΕΜΟΥΝ.
 Παραμένουμε ακόμα ένας λαός θεματοφύλακας αξιών. Που ΓΝΩΡΙΖΕΙ το καλό. ΘΕΛΕΙ το καλό. Και αν χρειαστή, ΘΑ ΠΕΘΑΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ!
 ΓΙΟΡΤΑΣΤΕ, φίλοι, την ημέρα αυτή. Είναι ημέρα ΤΙΜΗΣ!...

Ηλίας Μπαζίνας

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Day by day... Rupi Kaur

Piero Toffano


day by day i realize

everything i miss about you

was never there in the first place


                                  the person i fell in love with was a mirage

Rupi Kaur, The Sun and Her Flowers

Ψάχνοντας για τη λευτεριά...Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Τάσσος=Αύριο θα κάνει ξαστεριά (χαρακτικό)
Τους στίχους αυτούς τους έγραψε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης προτρέποντας του συμμσθητές του να αγωνιστούν για τη λευτεριά της Κύπρου το 1955. Εκτελέστηκε από τους Άγγλους στις 14/3/1957 (19 ετών)
Τους παραθέτω επ’ ευκαιρία της αυριανής εθνικής επετείου.

Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια,
που παν στη Λευτεριά.

Θ' αφήσω αδέλφια συγγενείς,
την μάνα, τον πατέρα,
μεσ' τα λαγκάδια πέρα,
και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη λευτεριά,
θα 'χω παρέα μόνη,
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα 'ρθει το καλοκαίρι,
τη λευτεριά να φέρει,
σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια,
που παν' στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω θα 'ν' απάτη,
δεν θά 'ναι αληθινό.

Το παλάτι θα γυρνώ,
ώσπου να βρω το θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο,
να κάθεται σ' αυτόν.

Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου,
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθηταί!
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει έναν χαμένο αδελφό,
έναν παλιό του φίλο.

Ας πάρη μιαν ανηφοριά,
ας πάρη μονοπάτια,
να βρή τα σκαλοπάτια,
που παν στη Λευτεριά.


5 Δεκεμβρίου 1955

Των μπροστινών πατήματα των πισινών γιοφύργια... Σ. Καργάκος

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης 

Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε μία ευτυχισμένη ποιητική του στιγμή είχε γράψει το στίχο: «Δεν γνωρίζω πια τ' όνομα μου· ονομάζομαι Πατρίς». Κάθε φορά που το χρέος μάς καλεί να τιμήσουμε αυτούς που έγιναν προσφορά θυσίας, με την απώλεια της ζωής ή της σωματικής αρτιμελείας, πρέπει να ενθυμούμαστε τους λόγους μεγάλων ανδρών, διότι μόνον αυτών η φωνή μπορεί να υψωθεί ως το οριακό σημείο, στο οποίο καταλήγει «ο τραχύς και δύσκολος της αρετής δρόμος», προς τον οποίο «πετάουν» μόνο τα γόνατα ανδρών γενναίων, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος.
Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Αλλά αν εξαλειφθεί από τους λαούς η μνήμη, τότε θα μοιάζουν με ασθενείς που πάσχουν από αμνησία. Δεν θα γνωρίζουν από πού έρχονται κι από ποιους προέρχονται, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν πού βρίσκονται και προς τα πού πορεύονται. Άν σβήσουμε το παρελθόν, πρόσφατο και παλαιό, θα ζήσομε σ' ένα ακατοίκητο μέλλον. Έχει πει μεγάλος μας ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης, την ακόλουθη διδακτική για μας φράση: «Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον κι είναι θλιβερή πια η ζωή, που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι»!
Τον πόλεμο του 1940-41 δεν τον προκαλέσαμε εμείς με κάποια δήθεν αφορμή. Απλώς, τον περιμέναμε και είχαμε τουλάχιστον ηθικώς επαρκώς προετοιμασθεί. Η Ελλάς, εξ αιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής και των εσωτερικών κινημάτων, ήταν ακόμη αιματοβαφής. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τελείως αποκατασταθεί. Αυτό που είχε αποκατασταθεί ήταν το εθνικό φρόνημα, το οποίο σε υπέρτατο βαθμό είχε οξυνθεί λόγω της αναίσχυντης συμπεριφοράς των Ιταλών όχι μόνο από τον τορπιλισμό της «Έλλης» και στην προβοκατορική ενέργεια να μας φορτώσουν τη δολοφονία του αρχιτσάμη ληστή Νταούντ Χότζα, αλλά και από την παλαιότερη κατάπτυστη ενέργεια του βομβαρδισμού και της καταλήψεως της Κερκύρας, εν έτη 1923 όταν ο ελληνικός λαός και στρατός ήταν κυριολεκτικά ράκη από το οδυνηρό πλήγμα της Μικρασίας. Το ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής επιθέσεως του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδος ήταν ορατό και από τυφλούς μετά την απόβαση του ιταλικού στρατού στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939, δηλαδή πέντε μήνες ενωρίτερα από την επίσημη κήρυξη του μεγαλύτερου πολέμου της Ιστορίας.
 Ως την έσχατη στιγμή ο Μουσολίνι προωθούσε μία θωπευτική, καθησυχαστική πολιτική έναντι της Ελλάδος. Ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, μετά την επιστροφή του από την Ρώμη στις 12 Σεπτεμβρίου 1939, έφερνε προς το Μεταξά διαβεβαιώσεις του Ιταλού δικτάτορα, ότι η Ιταλία ακόμη και σε περίπτωση εμπλοκής της σε πόλεμο «δεν θα αναλάβει αύτη πρωτοβουλίαν επιχειρήσεων έναντι της Ελλάδος. Ίνα δε αποδειχθούν κατά τρόπον συγκεκριμένον τα αισθήματα, από τα οποία εμπνέεται έναντι της Ελλάδος, θα διαταχθεί η οπισθοχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων 20 χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα». Αυτά όμως, όπως θα έλεγε ο Άμλετ, ήσαν «λόγια, λόγια, λόγια». Όπως συχνά έχω γράψει, η προδοσία στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι πάντα θέμα ημερομηνίας. Εξαιρείται η Ελλάς που το μέγα λάθος της -αν το δούμε από την οπτική της realpolitik- είναι ότι ποτέ δεν επρόδωσε σύμμαχο. Και παραμένει σολωμικώτατα, «πάντοτε ευκολόπιστη και πάντα προδομένη». Και πληγωμένη, από τα ίδια τα παιδιά της.
Πάντα βέβαια κάτι σάπιο -για να επανέλθω στον Άμλετ- υπήρχε στο βασίλειο της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά ποτέ η ηθική σήψη, ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κυνισμός και ο αιμοδιψής άνευ ουσιαστικών προσχημάτων, στρατιωτικός επεκτατισμός δεν είχε κορυφωθεί στο βαθμό όπου έφθασε κατά τα μοιραία έτη 1939-1941. Ενώ ο Μουσσολίνι απλόχερα μας έστελνε αναισχύντως τις αλλεπάλληλες ψευδείς εγγυήσεις, οι ένοπλες δυνάμεις του εφάρμοζαν συστηματικά την τακτική των «άδικων χειρών» με τον ανηλεή βομβαρδισμό πολεμικών σκαφών μας: του «Ορίωνος», της «Ύδρας», του «Βασιλέως Γεωργίου», της «Βασιλίσσης Όλγας», για να φθάσουμε στο αποτρόπαιο έγκλημα του τορπιλισμού τις «Έλλης». Αν ζούσε τότε ο δαιμόνιος Ταλλεϋράνδος, δεν θα εχαρακτήριζε τη βύθιση του ευδρόμου έγκλημα· θα το έλεγε λάθος. Διότι το λάθος στην πολιτική κοστίζει σ' αυτόν που το διαπράττει περισσότερο από το έγκλημα. Με την πράξη τους αυτή οι Ιταλοί δεν προσέβαλαν την Ελλάδα, Προσέβαλαν την Παναγία, που για τους Έλληνες είναι σύμβολο ιερό, συνταυτιζόμενο με την πατρίδα. Το λέει άλλωστε το δημοτικό:«Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει και η Πατρίδα».
Οι Έλληνες μαχητές του '40 δεν ήσαν προασπιστές του πατρίου εδάφους, όπως έλεγε το πρώτο πολεμικό μας ανακοινωθέν, ήταν εκδικητές της υβριζόμενης Μεγαλόχαρης, της Παντάνασσας και της Περίβλεπτης Παναγιάς, που επί 1500 χρόνια την ψάλλουμε και την θεωρούμε Υπέρμαχο Στρατηγό. Τα νικητήρια στέφανα σκέπασαν και πάλι τις εικόνες της Θεομήτορος και τις κεφαλές των Ελλήνων μαχητών, που πολεμώντας κατά κραταιού, με απόλυτη υπεροψία, αντιπάλου κατήγαγαν τρόπαια εφάμιλλα, ίσως και υπέρτερα των προγονικών. Όλος ο κόσμος στεκόταν τότε εκστατικός. Ύμνοι Πινδάρειοι επλέκοντο τότε για την Ελλάδα από τα χείλη κορυφαίων πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ανθρώπων. Ας αφήσουμε πια της μικρότητες για το ποιος είπε το «ΟΧΙ». Το «ΟΧΙ» ήταν όλων: και της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας και σύσσωμου του λαού, πλην ελαχίστων ηττοπαθών. Ας αφήσουμε κατά μέρος τον πρόσφατο επιστημονικό-πολιτικό σκεπτικισμό κάποιων ιστορικών κριτικών για την σκοπιμότητα του «ΟΧΙ». Είναι προσβολή για τους νεκρούς, τους τραυματίες αλλά και για τους λίγους επιζώντες της μεγάλης εκείνης εποποιίας να διαχέεται η αντίληψη στην παιδεία μας και στα παιδιά μας πως ένα «ΝΑΙ» θα ήταν συμφερτικό. Για κάποιους, ασφαλώς. Ένα μόνο θα πω: «αν οι εν λόγω κριτικοί ήσαν στη θέση του Μεταξά, είμαι σίγουρος πως θα έλεγαν ναι». Και αυτό θα σήμαινε το διαμελισμό μεταπολεμικά όλης της μόλις πρόσφατα συγκροτημένης Ελλάδος.
Δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα που σε όλους σας είναι γνωστά. Όταν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες γονάτιζαν εντός ολίγων ημερών προ των χιτλερικών ορδών, η Ελλάς πολεμούσε νικήτρια επί πέντε μήνες στα ηπειρωτικά βουνά και έφερνε τους Ιταλούς σε απόσταση σπιθαμής από το ρίξιμο στην αγκαλιά των κυμάτων. Στο διάστημα αυτό ο στρατός, το ναυτικό και αεροπορία επιτέλεσαν θαύματα. Εκμηδένισαν την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου και κατέδειξαν για μια ακόμα φορά την σημασία του ηθικού παράγοντος, τον οποίο όψιμοι θεωρητικοί του πολέμου έχουν αρχίσει να αμφισβητούν λόγω των νέων τελειοτάτων οπλικών συστημάτων. Ένα θα πω: όλα τα όπλα είναι καλά, ακόμη κι ένας «γηράς» όταν τα χέρια που τον κρατούν δεν τρέμουν και όταν η ψυχή φλογίζεται από το πάθος της θυσίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πίστη σε ιδανικά, που ποτέ δεν έλειψαν από τη ζωή μας. Γι' αυτό θεωρώ ως το μεγαλύτερο της Ελλάδος εχθρό αυτόν που σκοτώνει στην ψυχή των παιδιών μας το πάθος για ηρωισμό και την δίψα για ιδανισμό. Γι' αυτό άλλωστε σήμερα η παραπαίουσα ιδεολογικά νεολαία ζητεί σαν τον ήρωα του Ίψεν ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα -έστω- ιδανικά. Και υψώνει σε ήρωα το Σάββα Ξηρό, διότι το σχολείο και τα λεγόμενα «μίντια» όχι μόνο δεν τιμούν τους πραγματικούς ήρωες -εσάς- αλλά τους αγνοούν και συχνά τους σπιλώνουν.
Μιλάμε συχνά για το έπος του 40 ή, εσφαλμένα, για το έπος της Αλβανίας. Και λέγω εσφαλμένα διότι το έπος δεν ήταν αλβανικό· ελληνικό ήταν και μάλιστα κατά και των Αλβανών που επολέμησαν στο πλευρό των Ιταλών. Είναι, όμως, ιστορική αδικία να λησμονούμε την μάχη των Οχυρών, που θα ήταν ίσως περισσότερο δαφνοστεφής, αν η Γιουγκοσλαβία δεν γονάτιζε από την πρώτη στιγμή και αν ο ελληνικός στρατός δεν είχε πλευροκοπηθεί και στα δύο μέτωπα, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο μιας επιθέσεως από τα νώτα. Κάποιοι, που ποτέ δεν γνώρισαν τον τυφώνα μιας πολεμικής κρίσης, ξέρουν post factum, δηλαδή εκ των υστέρων, να εκφέρουν αρνητικές απόψεις για την τότε δράση της παραζαλισμένης απ' τα αλλεπάλληλα πλήγματα πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μας. Ένα θα πώ: ο τότε Έλλην πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής δεν ήταν πολιτικός. Τραπεζικός ήταν. Κι όμως προέβη σε ενέργεια πολιτική, που κανείς άλλος ευρωπαίος ηγέτης, μετά την υποταγή της χώρας του στον Άξονα, δεν ετόλμησε να πράξει. Ο Κορυζής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία αυτή είναι μέγιστη πολιτική πράξη. Η Ελλάς πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Δεν ήταν μια πράξη απογνώσεως· ήταν πράξη φιλοτιμίας, πράξη αντιστάσεως στην ατιμία. Αλλά την πρώτη σελίδα της αντίστασης την έγραψαν οι νεκροί ευέλπιδες που αυτόβουλα έφθασαν μέχρι Κρήτη και Αίγυπτο.
Βεβαίως υπήρξε ανακωχή -και έπρεπε να υπάρξει-, για να σωθούν οι μαχόμενες στην Ήπειρο και στη Μακεδονία δυνάμεις. Αλλά η ανακωχή δεν είχε επίσημο χαρακτήρα. Η Ελλάς -και το τονίζω αυτό- επισήμως δεν σταμάτησε ποτέ τον πόλεμο. Τον συνέχισε στην Κρήτη, όπου αφανίστηκε το άνθος του γερμανικού στρατού, τον συνέχισε στις ερήμους της Αφρικής, στο τρισένδοξο Έλ-Αλαμέιν, τον συνέχισε στην Ιταλία, και στο Ρίμινι έγραψε μια νέα χρυσή πολεμική σελίδα.
 Πεδίο μαχών, όμως, δεν ήταν μόνον η ξηρά, ήταν και ο αέρας, ήταν και η θάλασσα. Οι αεροπόροι μας, που στο σύνολο τους έφθασαν στην Μέση Ανατολή, δόξασαν τα φτερά του Ικάρου, αντιπαλεύοντας με Ιταλούς και σκληροτράχηλους Γερμανούς πιλότους. Η κάλυψη νηοπομπών, η ρίψη αλεξιπτωτιστών στα ελληνικά βουνά και νησιά, η συμμετοχή σε βομβαρδιστικές επιχειρήσεις έδωσαν στην αεροπορία μας μια ποιότητα υπεροχής που διατηρείται ακμαία ως σήμερα. Αλλά και ο στόλος -παρά το τραγικό για τις συνέπειές του κίνημα- είχε κι' αυτός ανάλογο μεράδι στη δόξα. Το ν' αναφερθώ στη «Βασίλισσα Όλγα», στον «Αδρία», στα υποβρύχια «Πρωτεύς», «Παπανικολής» και «Κατσώνης» για να δείξω την αξία και την ανδρεία των ναυτικών μας, θα έμοιαζε σαν να άνοιγα ανοιχτές πόρτες. Τούτο μόνο θα πω: ο γηραιός «Αβέρωφ» ως πλοίο συνοδείας, έφθασε ως τον Ινδικό. Ωστόσο, το μεγαλύτερο τίμημα θυσίας προσέφερε στον πόλεμο η ελληνική εμπορική ναυτιλία. Χάθηκε όλος σχεδόν από τις τορπίλες των Γερμανών ο εμπορικός μας στόλος και το άνθος του ναυτικού μας κόσμου. Υπάρχει, όμως, και ο άγνωστος στους πολλούς πόλεμος των αλιευτικών και μικρών εμπορικών πλοίων, που μετέφεραν χιλιάδες Άγγλους, Καναδούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Έλληνες εθελοντές στα Μικρασιατικά παράλια. Υπάρχει ακόμη και η χρυσή σελίδα των ειδικά διασκευασμένων μικρών σκαφών, που σαν θαλάσσιες σφήκες όργωναν το Αιγαίο και το Ιόνιο κι έλαβαν μέρος σε πολυάριθμες επιχειρήσεις. Έχω τη χαρά να με τιμά με την φιλία του ένας από τους επιζώντες Κανάρηδες του καιρού εκείνου, ο αειθαλής Ρήγας Ρηγόπουλος και ξέρω από τα βιβλία του και τις ομιλίες του τη ναυτική εκείνη «Ιλιάδα». Όλη αυτή η επιβλητική συμμετοχή των ενόπλων μας δυνάμεων στο πλευρό της προμαχούσας Αγγλίας και Αμερικής, έδωσε το σθένος στην ελληνική κυβέρνηση να διεκδικεί και να απαιτεί. Όταν την 11η Δεκεμβρίου 1941 η βρετανική κυβέρνηση απροσχημάτιστα ανακοίνωσε την απόφασή της για αναγνώριση, μετά τον πόλεμο, της αλβανικής ανεξαρτησίας, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, τρείς ημέρες μετά, απαντούσε με εκτενές υπόμνημα στο οποίο μεταξύ των άλλων αναφέρονταν τα εξής: «Εν τω μέσω των δεινών του υπό τον αξονικόν ζυγόν, ο ελληνικός λαός δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει εν διάβημα αποδόσεως της ανεξαρτησίας της εις την Αλβανίαν, χωρίς ταυτόχρονον ρητήν αναγνώρισην των ελληνικών δικαίων επι της Β. Ηπείρου. Δεν είναι δυνατόν άδηλα οφέλη εκ της συμπράξεως ενός κλάσματος του αλβανικού λαού προς τα Ηνωμένα Έθνη να εξουδετερώσουν την σημασίαν της υπερόχου αντιστάσεως του ελληνικού λαού».
Ασφαλώς, κανείς το 1944 και μετά, όταν η δόξα της Ελλάδος, χάρη και εις την εσωτερική εθνική αντίσταση, είχε φθάσει στο ζενίθ και έκανε την Οικουμένη να παραληρεί, κανείς λέγω δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τα εθνικά δίκαια της Ελλάδος, αν η δολερή διχόνοια, όπως την λέγει ο Σολωμός, δεν έδειχνε το σκήπτρο με την «ωραία θωριά», ώστε να μας ρίξει εις σε δάκρυα θλιβερά. Ο λόγος του Πλάτωνος επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά: «Ημείς δε αυτοί ημάς αυτούς και ενικήσαμεν και ηττήθημεν». (Μενέξενος ΧΙΙΙ 2420).
Και μόλις έκλεισε ο κύκλος του αίματος στη δική μας χώρα, νέος κύκλος αίματος άνοιξε στη μακρινή Κορέα. Από το 1950 ως το 1953 ένας αδυσώπητος πόλεμος, που κατά βάθος ήταν μια έμμεση αναμέτρηση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ, χώρισε την ιστορική αυτή χερσόνησο σε δυο τμήματα με σημείο τομής τον 38ο παράλληλο. Η συμμετοχή μας στον πόλεμο αυτό, όπως κι εκείνη στην Κριμαία, έχει επικριθεί. Αλλά ας μην είμαστε βιαστικοί. Η αποστολή στρατιωτικής μονάδος στην Κορέα μπορεί να έγινε για λόγους εξαρτήσεως από τις ΗΠΑ, μπορεί να έγινε για λόγους ιδεολογικούς, ωστόσο δεν ήταν άμοιρη πολιτικού ρεαλισμού. Η Ελλάς έβγαινε ράκος από τον εσωτερικό πόλεμο. Έπρεπε για την ανόρθωσή της να στηριχθεί στις ΗΠΑ. Ο στρατός της, κυρίως το ναυτικό και η αεροπορία, χρειάζονταν ριζική ανανέωση. Κάτι που έγινε. Κυρίως, όμως η Ελλάς είχε τότε στόχους εθνικούς: διεκδικούσε την ένωση με την Κύπρο, την αυτονομία της Β. Ηπείρου και την αναδιευθέτηση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Οι πολιτικοί μας -ίσως αφελώς- πίστευαν στη βοήθεια των Αμερικανών. Αν τώρα αποτύχαμε στους στόχους μας, αν απατηθήκαμε στις προσδοκίες μας, αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την ανδρεία των Ελλήνων μαχητών που σε όλη τη μακρά περίοδο των επιχειρήσεων υπήρξαν απαράμιλλοι, έτσι ώστε κάποιοι Αμερικανοί ηγήτορες να προσγράφουν επιτεύγματα των Ελλήνων στο ενεργητικό των Τούρκων, με την ευτελή δικαιολογία: «Σεις έχετε τρόπαια πολλά, ας γράψουμε και στους Τούρκους μερικά». Από τα δικά μας φυσικά
Δεν κατοικούμε σε γειτονιά αγγέλων. Όλοι γύρω μας έχουν επίβουλες βλέψεις. Γι' αυτό πρέπει να έχουμε υψηλό μαχητικό φρόνημα και ισχυρό στρατό, για να μη χρειασθεί να τον χρησιμοποιήσουμε ποτέ. Τιμώντας σήμερα τους παλαιμάχους της περιόδου 1940-1958 είναι σαν να δίνει ο σύγχρονος Ελληνικός στρατός όρκο-υπόσχεση ως οι άλκιμοι νεανίες της αρχ αίας Σπάρτης: «Άμμες δε γ' εσόμεθα πολλώ κάρονες».Στην Κρήτη, λένε μια παροιμία: «Των μπροστινών πατήματα των πισινών γιοφύργια». Οι δρόμοι της δόξας των παλαιμάχων, είναι γεφύρια των σημερινών πολεμάρχων.


Σαράντος Καργάκος