Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ελάτε στο τραπέζι μας...Στέλιος Σπεράντσας.



Από το Αναγνωστικόν της Δ' Δημοτικού 1961

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ.

Κάλαντα... Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Από το Αναγνωστικόν Ε' Δημοτικου 1941

Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα

«Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
 βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
– Βασίλη μ’ πούθε έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
 -Από τη μάνα μ’ έρχουμε και στο σχολειό πηγαίνω
 πάω να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα…»

ΣΧΟΛΙΟΝ…

«Το άσμα τούτο μας φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού Εθνους, εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδείαν φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου, ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και μάθησιν ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας, ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ, παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν προς νέους παραίνεσιν».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 (Απαντα, τομ. Ε’ εκδ. Γιοβάνης, σελ. 330).

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ταξιδέψαμε μονάχοι... Heinrich Heine

Catherine Deneuve & Nino Castelnuovo in The Umbrellas of Cherbourg (1964)


Ταξιδέψαμε μονάχοι όλη νύχτα

στη σκοτεινή την άμαξα,

πλάι πλάι ησυχάσαμε κι οι δυο,

αστειευθήκαμε και γελάσαμε.

Και καθώς το πρωί ξημερώνει,

παιδί μου, πόσο εκπλαγήκαμε!

Τι μεταξύ μας καθόταν ο Έρωτας,

ο λαθρεπιβάτης! 

Christian Johann Heinrich Heine, μετ: Αντώνης Η. Σακελλαρίου


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Εφήμερος έρωτας... Αγγελίνα Ρωμανού



Kim Basinger, 9½ Weeks


Μπλεγμένα τα μαλλιά

αχτένιστα σχεδόν

στα χείλη μόνο αλμύρα.

Ρώτησε:

«Γιατί είμαι εδώ;»

και σκέφτηκα:

«Γιατί με θέλεις!»

μα έκανα πως

δεν γνωρίζω.

Ύστερα περίμενα

να μη μιλά

ν’ αφήσει το τσιγάρο

στα χείλη μου να σβήσει

μια φωτιά.

Κι αφού αργούσε

τον ήθελα ακόμα

περισσότερο.

Είπα:

«Σκάσε επιτέλους»

κι απ’ τον γιακά

τον τράβηξα εμπρός.

Πίναμε ο ένας

τα δάκρυα του άλλου

μέχρι τον επόμενο

εφήμερο έρωτα που

θα μας προέκυπτε.

Αγγελίνα Ρωμανού,  Κλεμμένο Αντίδωρο, εκδ. Ζάθεον Πυρ 2013


Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ αναλύει το σήμερα…

Rene Magritte

(Απόσπασμα συνέντευξης)

Γιατί πιστεύετε λοιπόν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση τώρα;
Για πολλούς λόγους. Η Ελλάδα είναι ταλαίπωρη χώρα. Από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και μετά είχαμε δικτάτορες – ή βασιλιάδες ή στρατιωτικούς. Τώρα έχουμε μια υπερίσχυση αναρχικών στοιχείων. Από την άλλη, δεν ξέρουμε να μεγαλώνουμε παιδιά, γι’ αυτό είμαστε μια κοινωνία πολύ μπερδεμένη. Όταν δεν είναι ώριμος ο κόσμος, χρειάζεται γονείς.

Τι γίνεται λάθος στην ψυχική μας ανάπτυξη;
Ο πολιτισμός έφερε πολλά καλά πράγματα, αλλά η απώθηση της σεξουαλικότητας δεν είναι εύκολη και παίρνει άλλες μορφές. Όταν κάποιος δεν είναι ικανοποιημένος ερωτικά, τότε παλινδρομεί σε φάσεις της παιδικής ηλικίας, όπως η πρωκτική που θέλει δύναμη ή λεφτά ή η στοματική που θέλει εξάρτηση. Εξάρτηση είναι όλοι αυτοί που περιμένουν από το κράτος – τη μαμά.
Τον πρώτο χρόνο η μαμά έχει το μονοπώλιο, το στήθος, το φαγητό. Από εκεί μαθαίνουμε ότι πρέπει να πληρώσουν οι πλούσιοι. Από την άλλη, μέχρι τώρα οι πολιτικοί έλεγαν «λεφτά θέλετε; Ψηφίστε μας». Δανείζονταν συνέχεια, μέχρι που έφτασε η εποχή που δεν μας έδιναν άλλα και πήγαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση επαιτώντας. Και εκεί φυσικά μας είπαν «επειδή ως κράτος δεν μπορείτε να τα καταφέρετε, θα έρθουμε εμείς να σας στρώσουμε».

Δεν έχουμε δημοκρατία, όπως νομίζουμε;
Η δημοκρατία αυτή τη στιγμή είναι αναρχική. Μόνο στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η δημοκρατία που κλείνεις όποτε θέλεις τους δρόμους επειδή έχεις κάποιο αίτημα, σωστό ή λάθος, και πεθαίνουν άνθρωποι μέσα στα ασθενοφόρα. Γιατί αυτά όμως συμβαίνουν μόνο εδώ; Ούτε την απαγόρευση του καπνίσματος δεν εφαρμόζουμε.
Επειδή το κράτος δεν μπορεί να επέμβει. Φταίνε και πολλά κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία, αλλά φταίει και ο τρόπος που μεγαλώσαμε. Ο δεύτερος χρόνος της ζωής μας, η πρωκτική φάση όπου μαθαίνει κανείς από τη μητέρα του ότι δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει (από την ούρηση και τον έλεγχο των σφιγκτήρων μέχρι τη συμπεριφορά του), καθορίζει το αν θα γίνει κανείς υποτακτικός ή αναρχικός.
Αν η μητέρα τότε δεν χειριστεί σωστά την κατάσταση και είναι είτε πολύ αυστηρή είτε πολύ χαλαρή, το παιδί -ανάλογα με το πόσο ισχυρά είναι τα γονίδιά του – μπορεί να γίνει ή υποτακτικό ή αντιδραστικό. Αργότερα η μητέρα γίνεται η κοινωνία και οι αντιδραστικοί εναντιώνονται σε αυτή.

Τα μέτρα του ΔΝΤ τα δεχόμαστε χωρίς καμιά αντίδραση όμως.
Μα ακριβώς επειδή είμαστε ή υποτακτικοί ή αναρχικοί. Όταν είναι πολύ αυστηρός ο γονιός, γινόμαστε υποτακτικοί. Όταν δεν είναι, αντιδρούμε όπως ένα παιδάκι όταν οι γονείς του δεν μπορούν να επιβληθούν. Τα παιδιά χρειάζονται να νιώθουν ασφαλή για να πειθαρχήσουν και να μάθουν τα όριά τους. Οπότε όταν κάνει κάτι ασφαλώς και τιμωρείται.
Δεν τον τιμωρείς λέγοντας «δεν σ’ αγαπώ», που είναι ένα άλλο λάθος που κάνουν οι Έλληνες γονείς. Έτσι συμβαίνει και σε μια χώρα. Όταν δεν τιμωρείται κανείς για τίποτα, ξανακάνει τα ίδια.

Τι αρχηγούς χρειαζόμαστε;
Κάποιους που να μπορούν να επιβάλλουν πράγματα με σωστό δημοκρατικό τρόπο. Αλλά δημοκρατία δεν σημαίνει ασυδοσία ούτε αναρχισμός.

Άρα δεν τους έχουμε.
Όχι. Ένας ανώριμος λαός εκλέγει και ανώριμους ηγέτες. Δεν είναι τυχαίο. Σε άλλες χώρες, όπως η Δανία, η Σουηδία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, όπου οι άνθρωποι είναι πιο ώριμοι, βγάζουν και πιο ώριμες κυβερνήσεις, που είναι πιο λογικές και φροντίζουν τον κόσμο τους. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι μόνο οικονομικό, γι’ αυτό χρειάζεται χρόνια για να αλλάξουμε, αν αλλάξουμε. Η δημοκρατία απαιτεί ωριμότητα.

Πώς μπορούμε να αλλάξουμε;
Μεγαλώνοντας σωστά τα παιδιά μας, ώστε να μη γίνουν ούτε υποτακτικά ούτε αναρχικά, αλλά ώριμα και ευτυχισμένα. Η διαπαιδαγώγηση είναι δύσκολη και γίνεται σιγά σιγά. Οι καλοί γονείς θέτουν κάποια όρια, ελαστικά, αλλά βάζουν και τιμωρίες – το παιδί δέχεται υποδείξεις όταν αισθάνεται ότι η μητέρα το αγαπάει. 

Madame Figaro
Όλγα Φίλιππα

ΠΗΓΗ: Ο Κλόουν

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Σ' όλες τις χώρες... Jean Follain

Νικηφόρος Λύτρας


Ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή

σ’ όλες τις χώρες

μια μόνη κόρη γδύνεται

θαυμάζει τον εαυτό της

κι όταν φύγει η ομορφιά της, απούσα πια,

γεμίζει το δωμάτιο ηρεμία, ενώ συχνά

τα χέρια εκείνου που φοβάται τη φυγή της

τρίζουν μες στο σκοτάδι της σιωπής

για να κρατήσουν του γυρισμού της

την ελπίδα ζωντανή.

Jean Follain, Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης: Από τον Μπωντλαίρ ως τις Μέρες μας, εκδ. Καστανιώτη, 2009, μετ. Γιάννης Βαρβέρης, 

Έρος... Σαπφώ

Μιμή Ντενίση & Κώστας Γκίνης,  Μικαέλα 1975


ρος δητέ μ' λυσιμέλης δόνει,

γλυκύπικρον μάχανον ρπετον 

Σαπφώ                                        


Ο Ερωτας,ξανα αυτος που διαλυει το κορμι με δονει

γλυκοπικρο ακαταμαχητο ερπετο 

Απόδοση -Χ. Ν. Κουβέλης

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Θαυμάζουμε... William Shakespeare

Ruby Smith by Bill Hart French 

Κι εμείς εδώ που 'χουμε μάτια κι αγαπούμε

όντως θαυμάζουμε και άναυδοι σιωπούμε

William Shakespeare, Sonnet Μετ. Διονύσης Καψάλης

Μνημόσυνο γιά τόν Oscar Wilde... Φαίδρος Μπαρλάς



Μνημόσυνο γιά τόν Oscar Wilde

Εἶναι μὲς στοὺς νεκροὺς ὁ περισσότερο νεκρός·
κι ἀκόμα: ὁ πιὸ ἀσύγχρονος, ὁ πιὸ ξένος, ὁ πιό ἐχθρικός!
Ὑπῆρξε εὐφυής·
Καὶ ὁ δικός μας καιρὸς θεωρεῖ τὴν εὐφυῒα παράπτωμα.
Ὑπῆρξε εὐφραδὴς ·
κ’ ἡ ἐποχὴ μας βαριέται τὶς εὐφράδειες.
Ὑπῆρξε ἄπιστος καὶ σκεπτικιστής·
κ’ ἐμεῖς διαθέτουμε ἀποθέματα πίστεως
γιὰ λεγεῶνες ὁλόκληρες εἰδώλων!

Ὑπῆρξε ἀτομιστής·
κ’ ἐμεῖς πρεσβεύουμε ὅτι ἐκεῖνο πού προέχει εἶναι τὸ σύνολο.
Ὑπῆρξε ἐλεύθερος καὶ ἀπροκατάληπτος·
κ’ ἐμεῖς καῖμε λιβάνι καὶ θυσιάζουμε ζωὲς
στὸ Φανατισμὸ καὶ στὸ Δόγμα!

Ὑπῆρξε ἐπιτηδευμένος·
κ’ ἐμεῖς— μὲ πρωτοπόρο τὴν ἀμερικανικὴ νεολαία
θεσπίσαμε τὴν ἁπλότητα !..

Ὑπῆρξε ἕνας «συγγραφεὺς παρακμῆς»
κ’ ἡ ἐποχή μας —
ἐποχὴ ἐσχάτης παρακμῆς
ἀποστρέφεται τοὺς «συγγραφεῖς τῆς παρακμῆς»
καὶ ἀναζητεῖ «τὸ ἀδιαβλήτως πρωτόγονο ἔργο»,
ὅπως ἡ ντελικάτη ἐκφυλισμένη κυρία
ἀναζητεῖ «τὸν ἀδιαβλήτως πρωτόγονο ἄντρα»:
τὸν πυγμάχο ἢ τὸν τσοπάνη…

Συγγραφεὺς τῆς ἐποχῆς μας
εἶναι ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης!
Ζωγράφος της:
ὁ τσολιὰς Θεόφιλος Χατζημιχαήλ!..

Ἦταν ὁ τελευταῖος μίας ἐκλεκτῆς λεγεώνας…
Μίας λεγεώνας ἀπὸ ποιητές, πού τὸ ἔργο τους δὲν ἐστάθηκε
παρὰ ἡ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τους-
μιᾶς ζωῆς ὅλης Ἔνταση, Ἔπαρση, Μεγαλεῖο, Μαρτύριο.

Ποιός, ἆρα γε, αὐριανὸς ἔφηβος ποιητὴς
θὰ ὀνειρευτῇ στὸν τάφο τοῦ Ἔλιοτ –
τοῦ γραφειοκράτη αὐτοῦ τῆς Ποιήσεως,
τοῦ ἀψόγου ἀστοῦ;..

Ποιὸν θὰ συνεπάρουν
Οἱ παραπομπὲς κ’ οἱ ὑποσημειώσεις του -
ἡ λατρεία του γιὰ τὸ καλῆς ποιότητος τυρί,
ἡ νοικοκυρεμμένη καὶ συμμορφωμένη ζωή του ;..

Δὲν μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ παρομοιάσῃ
τοὺς ποιητὲς μὲ τοὺς ἄλμπατρος –
τοὺς πρίγκιπες αὐτοὺς τῶν νεφῶν
πού τὰ γιγάντια φτερά τους
τοὺς ἐμποδίζουν
νὰ περπατᾶνε…

Οἱ ποιητὲς τοῦ καιροῦ μας περπατᾶνε θαυμάσια,
χωρὶς νὰ τοὺς ἐμποδίζουν «τὰ γιγάντια φτερά τους»·
αὐτά, τ’ἀνοίγουνε μόνο στὸ σπίτι,
γιὰ νὰ γράψουν
-ὅποτε ἐπιτρέπουν
καὶ στὸ φυλακισμένο τους «ὑποσυνείδητο» νὰ βγῇ ἔξω
νὰ πάρῃ λίγον ἀέρα
καὶ νὰ πῇ στὸ χαρτὶ
ὅσα πράγματα δὲν εἶναι φρόνιμο
κανεὶς νὰ τὰ λέῃ στὸ δρόμο…

Ἄλλα δὲν εἶχαν πάντα οἱ ποιητὲς μιὰ τέτοια «σύνεση»…
Σήμερα, εἶναι μὲς στοὺς νεκροὺς ὁ περισσότερο νεκρός…
Δὲν ξέρω,
ἂν ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
θὰ δυνάμωνε ἢ θὰ στέρευε ἡ εἰρωνεία στὰ χείλια του;
Δὲν ξέρω τί θὰ γινόταν
ἂν τὸν καταδικάζαμε νὰ πηγαίνῃ σ’ ἀμερικάνικα φίλμς
-ἢ νὰ παρακολουθῇ κομμουνιστικὲς διαδηλώσεις…

Ἀλλά μοῦ φαίνεται πὼς τὸν βλέπω -
μὲ τὸ ἀλαζονικὸ ἡλιοτρόπιο νὰ τοῦ σκιάζη τὸ πέτο,
μὲ τὴν ἀγέρωχη λάμψη τῆς Μεγαλοφυῒας στὸ βλέμμα —
νὰ σκάῃ σὲ μεγάλα,
σὲ τεράστια γέλοια !…


Φαίδρος Μπαρλάς, Άπαντα

Θέλω να ξέρει... Charles Bukowski

Hanna Schygulla and Rainer Werner and Fassbinder in Love Is Colder Than Death (1969).

Θέλω να

ξέρει πάντως

πώς όλες τις νύχτες

που κοιμήθηκα

στο πλάι της

ακόμα και οι ανώφελοι

καβγάδες

ήταν ό,τι πιο

εξαίσιο


και οι δύσκολές

λέξεις

που πάντα φοβόμουν να

πω

μπορούν πια

να ειπωθούν:


σε αγαπώ

Charles Bukowski, Για τον έρωτα, εκδ. Πατάκη, μτφρ. Γιώργου Λαμπράκου

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ο κύκλος του ενενήντα εννέα… Jorge Bucay

Νικόλαος Γύζης, Η Αράχνη

Ο κύκλος του ενενήντα εννέα…

"Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:

-Ποιο είναι το μυστικό σου;
-Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε;
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου; Λέγε γρήγορα.
-Μα...δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.
-Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος; Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Ολο χαχαχού και αστεία είσαι.
-Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;
-Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες εχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.
-Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.
-Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη.

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από πού;
-Μα από τον κύκλο.
-Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;
-Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε;
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελλάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;
-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος;
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις;
-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροιδευτικά.
-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
-Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν;
-Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.
-Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί;
-Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήντα εννέα. Οσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.
-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε; Πότε ξεκινάμε;
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.
Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυo φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατασκοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.
Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι...Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ...που είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τις στοίβες να βρεί το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει...Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι...Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα. Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.
-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε...κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά...συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας...συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακκούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί? Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε...άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.
Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω...Να πουλήσω...Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. Σε δυο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά...ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...
Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. Ενα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

-Μα καλά, τί έπαθες εσύ; ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;
-Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;
-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

 Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.


Τι θα συνέβαινε όμως
αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας
και αντιλαμβανόμασταν, έτσι ξαφνικά,
ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας
είναι το εκατό τοις εκατό του θησαυρού.
Ότι δεν μας λείπει τίποτα,
κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα,
το εκατό δεν είναι καθόλου
πιο στρογγυλός αριθμός
από το ενενήντα εννιά.
Αυτό είναι μόνο μια παγίδα,
ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας,
για να είμαστε βλάκες,
για να σέρνουμε το κάρο,
κουρασμένοι, κακόκεφοι,
δυστυχείς και συμβιβασμένοι.
Μια παγίδα για να μη σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε
και για να μείνουν όλα όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια!
Πόσα πράγματα θα άλλαζαν
αν μπορούσαμε να απολαύσουμε
τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι.

Jorge Bucay, Να σου πω μια Ιστορία


Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

ΕΤΕΧΘΗ ΥΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΩΤΗΡ... Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.

Costa Lorenzo

Το τελευταίο μήνυμα των Χριστουγέννων του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου

Μήνυμα Χριστουγέννων 2007
20/12/2007
γαπητά μου Παιδιά,
.
«ΕΤΕΧΘΗ ΥΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΩΤΗΡ». Τή φράση ατή, πού πηύθυνε γγελος πρός τούς ποιμένες τς Βηθλεέμ τό βράδυ τς Γεννήσεως, φοβομαι τι τήν χουμε κούσει τόσες φορές στε νά μή μς κάνει πιά μεγάλη ντύπωση.Παρά τατα κκλησία δέν κουράζεται νά τήν παναλαμβάνει καί σήμερα καλώντας λους μς, νθρώπους το 21ου αώνα, νά ποδεχθομε τόν Σωτήρα μας, κε στό στάβλο τς Βηθλεέμ, Θεό σαρκωμένο πό γάπη, στίς καρδιές μας, στά σπίτια μας, στίς πόλεις μας, στίς πατρίδες μας. Παντο.
ΒΕΒΑΙΑ Η ΦΡΑΣΗ ΑΥΤΗ πευθύνεται σήμερα σ’ ναν λαζόνα καί πηρμένον πό τίς τεχνολογικές του κατακτήσεις νθρωπο, τόν νθρωπο πού ξέθρεψεν 20ός αώνας, καί προβάλλει 21ος. Τόν νθρωπο τς φθονίας τν μέσων, τν πιτυχιν τς πιστήμης του, λλά καί τς πνευματικς τροφίας, το σωτερικο κενο, καί τς λλειψης κοινωνούμενης μπειρίας πού παιτε λογικά ρείσματα σέ θέματα πίστεως. νθρωπος σήμερα μοιάζει νά εναι ποστεωμένος πό μπνευση, πό λπίδα, αχμάλωτος τν κατακτήσεών του, θύμα τς προόδου του, φορτωμένος μέ πέλπιδα προοπτική γιά τό μέλλον του.
ΣΑΝ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ κούεται καί πάλι σήμερα φράση το γγέλου. Εναι σάν νά καλε τόν νθρωπο το 21ου αώνα νά ξυπνήσει πό τόν λήθαργο τς χρησιμοθηρικς λοφροσύνης καί τήν κραιπάλη τς πλασματικς ατάρκειάς του. «Ξύπνα, νθρωπε το 21ου αώνα». Σωτήρας προκαλε λλά καί προσκαλε τόν καθένα μας νά ναθεωρήσει τήν πορεία του, νά ξαναβρε τήν λευθερία του, νά ξαναδε τό φάσμα τς ζως του μέσα πό τό λαμπρό φς τς λήθειας Του.
«ΞΥΠΝΑ ΑΝΘΡΩΠΕ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ». Τά πιτεύγματά σου σέ πεκοίμησαν καί νόμισες τι κατέκτησες τόν κόσμο. Ετέλισες καί ατά τά ερά καί σια. Τά θεώρησες μύθους καί θρύλους πού τρέφουν τή φαντασία τν μικρν παιδιν, χωρίς ντίκρυσμα στήν προσωπική παρκτική ντότητά σου. Κύτταξε μως γύρω σου. Πόλεμοι δελφοκτόνοι, πείνα καί σθένειες γιά τούς δύνατους, καταπάτηση τς νθρώπινης ξιοπρέπειας, διαφθορά, σκάνδαλα, διάσπαση τς νότητος το νθρώπινου γένους, πουσία γάπης, κυριαρχία τν συμφερόντων. να τέτοιο κόσμο τοίμασες γιά τά παιδιά σου, που καί ατή φύση συστενάζει καί διαμαρτύρεται γιά τίς καταχρήσεις σου. Δέν πέλιπαν βέβαια νησίδες λπίδας. Εναι μως τραγικά λίγες, πιδεικτικά νεπαρκες.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ πευθύνονται στίς ψυχές μας. πίστη στόν Σωτήρα σώζει καί νοηματοδοτε τή ζωή μας. δηγε στήν μπειρική ψηλάφηση τς ρμηνείας το γεγονότος. Μέ ταπείνωση λλά καί λευθερία. Ο συνέπειες κολουθον. λπίδα, τό φς, γώνας, νθρωπιά. Σωτήρας Χριστός μς προκαλε καί μς μπνέει νά γίνουμε νθρωποι καί νά πελευθερωθομε πό τίς δεσμεύσεις το νδοκοσμικισμο καί τς λλοτρίωσης.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΥΤΟ πολλοί, μέτρητα πλήθη πιστν τόν κολουθον μέ συνέπεια. Χαίρω ταν πισκέπτομαι τίς νορίες τς . ρχιεπισκοπς καί λλες . Μητροπόλεις στήν παρχία νά διαπιστώνω πόσοι πολλοί, καί νάμεσά τους καί νέοι ξαναβρίσκουν τό δρόμο τους πρός τήν πίστη.
Τό φαινόμενο εναι θαυμαστό. ν τό πισημαίνω εναι γιατί εναι χρήσιμο νά συντηρομε μέσα σας τήν λπίδα τι κόσμος τν φαινομένων κρύβει μέσα του καί πίσω του μιάν λλη πιό ζωντανή πραγματικότητα πού μόνο σοι μπορον καί θέλουν τήν βλέπουν. ησος Χριστός δέν εναι μύθος, οτε φολκλορικό παιγνίδι. Σέ τελευταία νάλυση ν τό βρέφος στή Φάτνη εναι Θεός πού γινε νθρωπος – καί ατό ξαρτται πό τήν ποιότητα τς Πίστεώς μας – τότε ατός Θεός εναι λπίδα λευθερίας το νθρώπου πό τή μοίρα τς θνητότητας, γγύηση θανασίας, ξασφάλιση σχέσης μέ τό Θεό, ληθινή σωτηρία.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Μετά πατρικν εχν καί γάπης

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ